Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Ιδιωτική οικονομία; Ευχαριστώ δεν θα πάρω...

Βασισμένο στην εισήγηση για την ολομέλεια του 1ου Μοντέλου Βουλής των Ελλήνων επί των οικονομικών.

Εν έτει 2013 ορισμένα πράγματα πρέπει να θεωρούνται αυτονόητα στην ανθρώπινη κοινωνία. Πράγματα που ανταποκρίνονται σε βασικές ανάγκες των ανθρώπων όπως είναι το ρεύμα, το νερό, η παιδεία, η υγεία και πλέον το διαδίκτυο, οι τηλεπικοινωνίες, οι μεταφορές και η θέρμανση (όταν αυτή δεν συμπίπτει με το ρεύμα) ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία. Πρόκειται για αγαθά απαραίτητα στον άνθρωπο τόσο για τη βιολογική του λειτουργία όσο και για την κοινωνική του συμβίωση και συνεργασία.


Ακριβώς αυτός ο χαρακτήρας καθιστά αναγκαίο, η σε πολιτειακή οργάνωση κοινωνία, με βασικό της φορέα το κράτος, να εξασφαλίζει με όποιον τρόπο μπορεί, τέτοια αγαθά στα μέλη της, τους πολίτες. Αυτό με όρους του σήμερα, δηλαδή εντάσσοντας την παραπάνω προβληματική στο δικό μας ιστορικό, κοινωνικό και χωρικό πλαίσιο, μπορεί να επιτευχθεί με τον έλεγχο των τομέων παραγωγής και παροχής των αγαθών αυτών από την κοινωνία γενικά και ειδικότερα από το κράτος.

Αυτή η λογική της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία προκύπτει και από τις ρητές διατάξεις διεθνών διακηρύξεων και συμβάσεων εγνωσμένου κύρους (όπως για παράδειγμα τη διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου του ΟΗΕ1) αλλά και εθνικών νομοθεσιών (βλ Σύνταγμα 1975/1985/2001/2008 2). Συνάγεται όμως και από πλήθος άλλων διατάξεων που κάνουν λόγο για ισότητα και ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας καθώς αυτά δεν μπορούν να επιδιωχθούν καν θεσμικά στο παρόν παγκόσμιο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο δίχως τη συνδρομή του κράτους.

Η παγκόσμια νομοθετική αυτή τάση δεν προέκυψε αποκομμένα από το ιστορικό της οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο παρά. Δεν έπεσε δηλαδή από τον ουρανό αλλά είναι απότοκο ορισμένων ιστορικών εξελίξεων. Πιο συγκεκριμένα μετά την κρίση του 1929 η αποτυχία του δόγματος της αυτορρύθμισης της αγοράς ήταν εμφανής τοις πάσι, και άρχισε να επικρατεί η κευνσιανή θεώρηση πως το κράτος πρέπει να παρεμβαίνει στην οικονομία και να τη χαλιναγωγεί.




Αυτή η τάση στηρίχθηκε τόσο στους αγώνες της παγκόσμιας αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος (είναι γνωστό πως όταν ζητούσαν κάτι από τον πρόεδρο Φ. Ρούζβελτ, εκείνος ανταποκρινόταν: «αναγκάστε με να το κάνω») όσο και στη ραγδαία ανάπτυξη του αντιπάλου δέους, της Σοβιετικής Ένωσης στη βάση παρόμοιων οικονομικών πολιτικών (η κρατική ιδιοκτησία της παραγωγής). Δεν είναι τυχαίο πως χώρες που γειτνιάζουν με αυτή, όπως η τότε Δυτική Γερμανία ή οι Σκανδιναβικές, για πολλά χρόνια αποτελούσαν τον ορισμό του κευνσιανού παρεμβατικού κράτους (κάτι που ταυτίστηκε πολιτικά με τη σοσιαλδημοκρατία).
Και μάλιστα θα πρέπει να προσεχθεί πως κανόνες που προβλέπουν την κρατική παρέμβαση διατηρούνται και συνίστανται διαρκώς, ακόμα και μετά τη δεκαετία του 1970 οπόταν άρχισε να επικρατεί η νεοφιλελεύθερη λογική ως προς την αντιμετώπιση του ρόλου του κράτους στο πλαίσιο της οικονομίας.

Γιατί όμως το κράτος, ως ο κύριος θεσμός πολιτειακής οργάνωσης των ανθρώπων, είναι ο πλέον κατάλληλος φορέας που οφείλει να παράσχει τα προαναφερθέντα αναγκαία αγαθά;


Το κράτος εν αντιθέσει με τον ιδιώτη-επενδυτή δύναται να έχει ως αυτοσκοπό την κατά περίπτωση κοινωνική παροχή και όχι το κέρδος από τις αντιπαροχές προς αυτήν. Αφ’ ενός σε επίπεδο βούλησης: σε συνθήκες λαϊκής κυριαρχίας και πραγματικής δημοκρατίας είναι σήμερα ο πλέον έμπιστος φορέας ως προς την απρόσκοπτη παροχή των παραπάνω κοινωνικών αγαθών. Για ποιο λόγο να μην θέλουν οι πολίτες να εκπληρώνονται τα δικαιώματά τους; Κι αφ’ ετέρου σε επίπεδο δυνατότητας: έχει την άνεση να διαθέτει ελλειμματικούς οργανισμούς που να παράσχουν τα κοινωνικά αγαθά στους πολίτες και να καλύπτει τα ελλείμματα αυτά από τη φορολόγηση και άλλες πηγές κρατικών εσόδων.



Τελευταίο σοβιετικό κράτος αποκαλούσαν την Ελλάδα για το γεγονός πως το κράτος διοικούσε ή συμμετείχε σε ορισμένες εταιρίες που παρείχαν το δίχως άλλο σημαντικά αγαθά, όπως ήταν το νερό και το ρεύμα αλλά και η πίστωση (βλ. Αγροτική Τράπεζα και ΤΤ). Έτσι επ’ ευκαιρία της προσχώρησης στο μηχανισμό στήριξης η Ελλάδα αναγκάστηκε να εναρμονιστεί πλήρως με τη διακατεχόμενη από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της αχαλίνωτης ιδιωτικοποίησης διαχρονική στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


Ποιον όμως εξυπηρετούν στην πραγματικότητα οι αποκρατικοποιήσεις;

Από πλευράς των υποστηρικτών των ιδιωτικοποιήσεων γίνεται μια διάκριση ανάμεσα στην αποκρατικοποίηση ως κρατικό στρατηγικό στόχο και σε εκείνην ως «ξεπούλημα». Η πρώτη έχει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά μιας συμφέρουσας συμφωνίας για το κράτος και τους πολίτες ενώ η δεύτερη είναι το απροκάλυπτο χάρισμα της κρατικής περιουσίας. Καταλύτης για το περιεχόμενο της κάθε ιδιωτικοποίησης είναι το πολιτικό πλαίσιο που την περιβάλλει κατά περίπτωση και δη η πρόθεση των αρμοδίων που τις προκαλούν και τις διαχειρίζονται να υπερασπιστούν το εθνικό συμφέρον στην πρώτη περίπτωση ή την τσέπη τους στη δεύτερη.


Αυτή η διάκριση παρόλα αυτά δεν απηχεί στην πραγματικότητα και δεν είναι παρά μια ατυχής προσπάθεια να δειχθεί ότι υπάρχουν και «καλές ιδιωτικοποιήσεις». Όσο υπερβολικό κι αν ακούγεται οι ιδιωτικοποιήσεις που συνέβησαν, όχι σπάνια, ανά τον κόσμο μετά κυρίως τη δεκαετία του 1970 και την εγκατάλειψη του μοντέλου του κοινωνικού κράτους πρόνοιας, έγιναν πάντα:

α) σε εξευτελιστικές τιμές,
β) ως αποτέλεσμα διαφθοράς ή ανικανότητας των κυβερνόντων και διαπλοκής τους με οικονομικούς κύκλους του εσωτερικού και του εξωτερικού και
γ) στο πλαίσιο κάποιας επείγουσας οικονομικής ανάγκης που προέκυπτε από τη συγκυρία (Ελλάδα του 1990 και του 2010+, Γαλλία του 1980, Αγγλία του 1970 μέχρι και τη Θάτσερ, ΗΠΑ του Ρήγκαν και έπειτα) ή εναλλακτικά πλαισιωμένες από ωμή βία και τρομοκρατία του κάθε κράτους (βλ. καθεστώς Σουχάρτο στην Ινδονησία, Πινοσέτ στη Χιλή και γενικότερα τις δικτατορίες σε Αργεντινή και Βραζιλία) ή και με τα δύο μαζί (στη Ρωσία μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης επί Γέλτσιν),
δ) με δυσάρεστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα.


Τα επιχειρήματα των θιασωτών των ιδιωτικοποιήσεων είναι ότι:
α) το κράτος έχει άμεσα οικονομικά οφέλη λόγω των τιμημάτων για την κάθε πώληση και της εξοικονόμησης δαπανών
β) δημιουργούνται θέσεις εργασίας
γ) οι τιμές των υπηρεσιών πέφτουν υπέρ του καταναλωτή λόγω του ανταγωνισμού
δ) ποιότητα υπηρεσιών και προϊόντων λόγω του ανταγωνισμού και της φύσης του ιδιωτικού τομέα


Ας τα εξετάσουμε όμως με βάση την εμπειρία και τη λογική (που είναι και της μόδας τελευταία).
(α) Το κράτος, δεδομένου ότι όποτε τίθεται ζήτημα ιδιωτικοποιήσεων αυτό γίνεται στη βάση κάποιας έκτακτης ή μεγάλης οικονομικής ανάγκης, συνήθως ανταλλάσσει την περιουσία του με ψίχουλα. Και σαφέστατα η Ελλάδα του 2013 εντάσσεται σε αυτές τις περιπτώσεις. Το πιο περίτρανο παράδειγμα είναι εκείνο του ΟΠΑΠ όπου πωλήθηκαν οι μετοχές του ελληνικού δημοσίου (περίπου 40%) έναντι 800.000 € όταν τα ετήσια κέρδη του ΟΠΑΠ είναι 1.000.000 €. Αντιθέτως, ακριβώς λόγω της οικονομικής δυσκολίας της συγκυρίας πρέπει να διασφαλιστεί η συμμετοχή του δημοσίου σε επικερδείς εταιρίες όπως ο ΟΠΑΠ, να φροντίσει το κράτος μέσα από το δημόσιο χαρακτήρα των αντίστοιχων εταιριών τη διασφάλιση της παροχής αναγκαίων αγαθών στους πολίτες του, να χρησιμοποιηθεί η περιουσία του δημοσίου για δημόσιες επενδύσεις, κάτι το οποίο χρειάζεται περαιτέρω κρατικοποιήσεις  στρατηγικών τομέων της παραγωγής και της πίστεως.


(β) Δημιουργούνται μεν θέσεις εργασίας, αλλά θέσεις εργασίας έχει και η Κίνα. Οι θέσεις εργασίας από μόνες τους δεν σημαίνουν τίποτα όταν συνεπάγονται την πιο σκληρή εκμετάλλευση: μισθούς πείνας, «ευέλικτη» part-time εργασία. Θέσεις εργασίας έχει και στη Μανωλάδα. Αντιθέτως το κράτος έχει τη δυνατότητα να διασφαλίζει τόσο αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας όσο και μισθούς.

(γ-δ) Η εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι ιδιώτες κοιτώντας μόνο το κέρδος όχι μόνο δεν κρατούν τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα αλλά και μειώνουν την ποιότητα. Τρανταχτές περιπτώσεις είναι η ιδιωτικοποίηση των τραίνων στην Αγγλία του νερού στο Βερολίνο και το Παρίσι ή τη Βολιβία. Απ’ την άλλη όταν ιδιωτικοποιείται μια υπηρεσία δεν σημαίνει πως σπάει και το μονοπώλιο που υπήρχε όταν αυτή ανήκε στο κράτος. Στην περίπτωση όμως που πράγματι ανοίξει η αγορά ορισμένου αγαθού, η εμφάνιση του καρτέλ μοιάζει σίγουρη, όπως γίνεται κεκαλυμμένα από αυτούς που εισάγουν πετρέλαιο ή απροκάλυπτα από τη συγχώνευση της Olympic Air με την Aegean. Ισχυρίζονται πολλοί ότι το δημόσιο δεν αξιοποιεί τον πλούτο του γιατί δεν έχει το κίνητρο του κέρδους. Εδώ πέφτουμε στην παγίδα του να ανάγουμε το σημερινό ελληνικό δημόσιο σε κανόνα για οποιαδήποτε κρατική παρέμβαση. Ωστόσο όπως τονίστηκε και πάνω ένα κράτος με ενεργοποιημένους πολίτες που συμμετέχουν στα κοινά, με πολίτες που του ασκούν έλεγχο έχει σαφώς περισσότερα εχέγγυα τόσο απ' τον τυχοδιώκτη ιδιώτη όσο και από το σημερινό δημόσιο.

1. Άρθρο 22: Kάθε άτομο, ως μέλος του κοινωνικού συνόλου, έχει δικαίωμα κοινωνικής προστασίας. H κοινωνία, με την εθνική πρωτοβουλία και τη διεθνή συνεργασία, ανάλογα πάντα με την οργάνωση και τις οικονομικές δυνατότητες κάθε κράτους, έχει χρέος να του εξασφαλίσει την ικανοποίηση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτιστικών δικαιωμάτων που είναι απαραίτητα για την αξιοπρέπεια και την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του.
Άρθρο 25 παρ 1:
Kαθένας έχει δικαίωμα σε ένα βιοτικό επίπεδο ικανό να εξασφαλίσει στον ίδιο και στην οικογένεια του υγεία και ευημερία, και ειδικότερα τροφή, ρουχισμό, κατοικία, ιατρική περίθαλψη όπως και τις απαραίτητες κοινωνικές υπηρεσίες. Eχει ακόμα δικαίωμα σε ασφάλιση για την ανεργία, την αρρώστια, την αναπηρία, τη χηρεία, τη γεροντική ηλικία, όπως και για όλες τις άλλες περιπτώσεις που στερείται τα μέσα της συντήρησής του, εξαιτίας περιστάσεων ανεξαρτήτων της θέλησης του.
Άρθρο 26 παρ 1:
Kαθένας έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση. H εκπαίδευση πρέπει να παρέχεται δωρεάν, τουλάχιστον στη στοιχειώδη και βασική βαθμίδα της. H στοιχειώδης εκπαίδευση είναι υποχρεωτική. H τεχνική και επαγγελματική εκπαίδευση πρέπει να εξασφαλίζεται για όλους. H πρόσβαση στην ανώτατη παιδεία πρέπει να είναι ανοικτή σε όλους, υπό ίσους όρους, ανάλογα με τις ικανότητες τους.
2.        
2. Άρθρο 5Απαρ2: Καθένας έχει δικαίωμα συμμετοχής στην Κοινωνία της Πληροφορίας. Η διευκόλυνση της πρόσβασης στις πληροφορίες που διακινούνται ηλεκτρονικά, καθώς και της παραγωγής, ανταλλαγής και διάδοσής τους αποτελεί υποχρέωση του Κράτους, τηρουμένων πάντοτε των εγγυήσεων των άρθρων 9, 9Α και 19.
Άρθρο 15παρ2:
Η ραδιοφωνία και η τηλεόραση υπάγονται στον άμεσο έλεγχο του Κράτους. Ο έλεγχος και η επιβολή των διοικητικών κυρώσεων υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης που είναι ανεξάρτητη αρχή, όπως νόμος ορίζει. Ο άμεσος έλεγχος του Κράτους, που λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας, έχει ως σκοπό την αντικειμενική και με ίσους όρους μετάδοση πληροφοριών και ειδήσεων, καθώς και προϊόντων του λόγου και της τέχνης, την εξασφάλιση της ποιοτικής στάθμης των προγραμμάτων που επιβάλλει η κοινωνική αποστολή της ραδιοφωνίας και της τηλεόρασης και η πολιτιστική ανάπτυξη της Χώρας, καθώς και το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και την προστασία της παιδικής ηλικίας και της νεότητας. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την υποχρεωτική και δωρεάν μετάδοση των εργασιών της Βουλής και των επιτροπών της, καθώς και προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Άρθρο 16παρ2:
 Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.
Άρθρο 21παρ2 και 3:
Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους.
Πολύτεκνες οικογένειες, ανάπηροι πολέμου και ειρηνικής περιόδου, θύματα πολέμου, χήρες και ορφανά εκείνων που έπεσαν στον πόλεμο, καθώς και όσοι πάσχουν από ανίατη σωματική ή πνευματική νόσο έχουν δικαίωμα ειδικής φροντίδας από το Κράτος.
Άρθρο 22παρ5: Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει.
Άρθρο 25παρ1: (…)Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους(…)
Άρθρο106παρ1: Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας. Λαμβάνει τα επιβαλλόμενα μέτρα για την αξιοποίηση των πηγών του εθνικού πλούτου, από την ατμόσφαιρα και τα υπόγεια ή υποθαλάσσια κοιτάσματα, για την προώθηση της περιφερειακής ανάπτυξης και την προαγωγή ιδίως της οικονομίας των ορεινών, νησιωτικών και παραμεθόριων περιοχών.

Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Μνημόνιο: μια συμπτωματική εθνική οδός;

Πρόσφατα κλείσαμε 3 χρόνια από όταν το μνημόνιο άρχισε να αποτελεί μια από τις χαρακτηριστικότερες λέξεις της καθημερινότητάς μας. Ως μνημόνιο δηλώνεται το σύνολο συγκεκριμένων πολιτικών που ακολουθούνται κατόπιν εντολής των εταίρων (EE-EKT-ΔΝΤ) που διασφαλίζουν τη ρευστότητα και το δανεισμό της χώρας. Αυτές οι πολιτικές αποτελούνται από τρια σκέλη: α) περικοπές δημοσίων δαπανών, β) απορρύθμιση με την ελαχιστοποίηση της κρατικής παρέμβασης στην οικονομία και την αγορά, γ) ιδιωτικοποιήσεις.

Όλα αυτά λοιπόν που συμπυκνώνονται στη λέξη μνημόνιο δεν είναι αιτία παρά σύμπτωμα. Είναι σύμπτωμα των κοινωνικών σχέσεων της ελληνικής κοινωνίας σε άρρηκτη σύνδεση πάντα με τις αντίστοιχες σχέσεις σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Δεδομένου ότι οι παραγωγικές σχέσεις είναι αυτές που επικαθορίζουν τις κοινωνικές, δηλαδή οι σχέσεις των ανθρώπων κατά την εργασία, την παραγωγή κοινωνικού πλεονάσματος, το σύστημα που δομούν οι σημερινές κοινωνικές σχέσεις είναι η κεφαλαιοκρατία. Ονομάζεται δε έτσι γιατί το κεφάλαιο είναι εκείνο που προσδιορίζει την παραγωγή και κινητοποιεί την εργασία. Και είναι το κεφάλαιο κατ' αρχήν το σύνολο εκείνο των οικονομικών μέσων που μπορούν να αποδίδουν κέρδος (παρακάτω, με τη λέξη αυτή θα αναφέρονται έτσι και οι διαχειριστές του κεφαλαίου). Καταστατικά χαρακτηριστικά του κεφαλαίου είναι η αέναη κίνηση προς μεγενθυντική κατεύθυνση, ή όπως λέει ο λαός: προς αυγάτισμα. Κατά περιόδους το κεφάλαιο αναζητούσε κι έβρισκε διαφορετικούς τρόπους να πετυχαίνει το αυγάτισμα αυτό: υπερεκμετάλλευση της εργασίας, αφαίμαξη αποικιών και υπανάπτυκτων χωρών, προνομιακές σχέσεις με τα κράτη, πόλεμοι, καταναλωτικά μοντέλα, χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες κλπ.

Τη δεκαετία του 1970 όμως αυτή η συνεχής εφευρετική εναλλαγή τρόπων κερδοφορίας σταμάτησε. Οι λόγοι είχαν να κάνουν με την παγκοσμιοποίηση, την ανάπτυξη της τεχνολογίας, τον αντιαποικιοκρατικό πυρετό και τις νίκες του εργατικού κινήματος. Με όλα αυτά το ποσοστό κέρδους των κεφαλαίων ήταν επικίνδυνα χαμηλό για την ίδια τους την επιβίωση. Υπήρχε δηλαδή κέρδος αλλά δεν ήταν τόσο υψηλό ουτωσώστε να αποτελεί δέλεαρ για νέες επενδύσεις, απειλώντας τον "αέναο" κύκλο επανεπένδυσης του κεφαλαίου και της κερδοφορίας του.

Στη βάση αυτού του προβλήματος δύο λύσεις βρέθηκαν: η κερδοφορία μέσω του χρηματοπιστωτικού συστήματος και ο νεοφιλελευθερισμός. Ο συνδυασμός όμως αυτών των δύο οδήγησε σε πλείστα άλλα προβλήματα καθότι εν τέλει μόνο προσωρινές λύσεις αποτέλεσαν για το πρόβλημα της μικρής κερδοφορίας. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα είναι οι φούσκες, ως προϊόν της πλήρους
απορρύθμισης και της υπερδιόγκωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι λοιπόν το 2007 έσκασε η φούσκα των ακινήτων στην Αμερική και οδηγηθήκαμε στην παγκόσμια κρίση και ύφεση. 

Οι τρόποι με τους οποίους αποφασίστηκε να αντιμετωπιστεί η κατάσταση αυτή από τις ναυαρχίδες του καπιταλιστικού κόσμου μόνο θυμηδία προκαλεί. Κοινός παρανομαστής η παρέμβαση του κράτους για να σώσει τις καταρρέουσες τράπεζες και εταιρίες. Την κρίση πλήρωσαν εξαρχής όχι οι υπαίτιοι της φούσκας, τα άπληστα golden boys που θεωρητικά απέτυχαν, αλλά οι φορολογούμενοι. Ενώ το δεύτερο σκέλος ήταν για τις ΗΠΑ μια πολιτική κεϋνσιανής απόχρωσης, για την Ευρώπη ήταν (και είναι) μια γεωγραφικά αυξανόμενη λιτότητα.

Θα δέχονταν όμως οι ευρωπαϊκοί λαοί τόσο εύκολα τη λιτότητα; Έτσι λοιπόν συνδέθηκε η οικονομική και νομισματική τους εξάρτηση με αυτήν. Ας εξετάσουμε πιο συγκεκριμένα το ελληνικό παράδειγμα.

Το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδας οφείλεται στα εξής: α) στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας, β) στον κατά κύριο λόγο μεταπρατικό και υπηρεσιακό χαρακτήρα της οικονομίας και στην αντίστοιχη απαξίωση της παραγωγής και γ) στο πολιτικό σύστημα που έχει οικοδομήσει ένα κράτος ικανό να εξυπηρετεί μονάχα τους ημέτερους (εξ ού και η γραφειοκρατία για τους υπολοίπους). Τα παραπάνω δεν είναι απλώς συμπτώσεις λόγω κακοδιαχείρισης του ενός ή του άλλου υπουργού, παρά στρατηγικές αποφάσεις του ελληνικού κεφαλαίου, το οποίο αποφάσισε ότι απέναντι στα ισχυρά εξαγωγικά και τραπεζικά ευρωπαϊκά κεφάλαια μόνο δευτερεύοντα ρόλο μπορούσε να έχει. Στρατηγικός του στόχος έγινε η ευρωπαϊκή ενοποίηση μέσω της συμμετοχής στην ΕΕ και την ΟΝΕ. Το κέρδος θα προέκυπτε από τις προνομιακές σχέσεις με το κράτος, τις ευνοϊκες γι' αυτό ευρωπαϊκές επιταγές, την εξάπλωση στα Βαλκάνια και το φθηνό δανεισμό.

Το ευρώ όμως αντί να αποτελέσει λύση αποτέλεσε μέρος του προβλήματος καθότι αφ' ενός παγίωσε και βάθυνε το έλλειμα ανταγωνιστικότητας απέναντι στις άλλες χώρες με αποτέλεσμα την αύξηση του ελλείματος στο εμπορικό ισοζύγιο, τη διόγκωση του χρέους και αφ' ετέρου συνέβαλε τα μάλα στη δημιουργία μιας καταναλωτικής φούσκας εξαιτίας κυρίως του φθηνού δανεισμού των τραπεζών.

Όλα αυτά οδήγησαν στην ευάλωτη κατάσταση του 2010 όταν και η Ελλάδα αναγκάστηκε να μπει στο μηχανισμό στήριξης και με κάθε δόση (δόση δανείου, δεν μας τα χαρίζουν) να πρέπει να αφαιμάζεται ο λαός και να ευνοούνται συγκεκριμένα ελληνικά και ξένα συμφέροντα. Μειώσεις μισθών και συντάξεων, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και κατώτατου μισθού (ζητήματα που δεν είναι καν δημοσιονομικά), παιδεία, υγεία και κοινωνική ασφάλιση στα τάρταρα, φοροεπιδρομές, απαξίωση κι έπειτα ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας και άλλα τέτοια ευχάριστα.

Όλα αυτά βέβαια προκειμένου να περάσουν έπρεπε να κινητοποιήσουν όλους τους μηχανισμούς του κράτους: ΜΜΕ, ασφάλεια και παρακράτος εξακολουθούν να κάνουν πολύ καλά τη δουλειά τους χρησιμοποιώντας το ισχυρότερο όπλο, το φόβο. Παράλληλα οποιαδήποτε αντίδραση βαπτίζεται "τρομοκρατία" και καταστέλλεται ως "ανομία".

Τα παραπάνω αποκαλούνται εν συντομία μνημόνιο και παρουσιάζονται από πολλούς ως μονόδρομος. Στην πραγματικότητα είναι κάτι πολύ πιο συνολικό, μια νέα πραγματικότητα που χτίζεται στο πλαίσιο της προσπάθειας "κινεζοποίησης" της ευρωπαϊκής περιφέρειας, κατά τα πρότυπα των Ελεύθερων Οικονομικών Ζωνών της νότιας Κίνας. Σε αυτές τις ζώνες θα μπορούν οι επιχειρήσεις του ευρωπαϊκού κέντρου να εξασφαλίζουν αφ' ενός σίγουρα κέρδη από μονοπώλια και ολιγοπώλια (μέσω των ιδιωτικοποιήσεων) κι αφ' ετέρου φθηνό εργατικό δυναμικό. Από αυτό βεβαίως το ελληνικό κεφάλαιο θα κερδίζει το κατιτίς του, αναλογικά με το μικρό μέγεθος του ίδιου και των επιδιώξεών του.

Σε αυτή τη βάση, το μνημόνιο πράγματι είναι ευκαιρία κι ευτυχία όπως έχει πει ο Πάγκαλος, όμως όχι για τον ελληνικό λαό. Πρόκειται απλά για στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου σε συμφωνία με εκείνες του ευρωπαϊκού. Δεν είναι ούτε αναγκαιότητα ούτε μονόδρομος παρά μια επιλογή. Μια επιλογή που ωφελεί λίγους εις βάρος των πολλών. Δραματικά λίγους εις βάρος πάρα πολλών, κι αυτό το βάρος το βλέπουμε κάθε μέρα με τους άστεγους, τις αυτοκτονίες, τις λιποθυμίες παιδιών και τις άδειες τσέπες. Πόσο ακόμα μπορούμε να βαδίζουμε σε αυτό το μονοπάτι, όταν άλλες λεωφόροι ξανοίγονται δίπλα μας;
Σάββατο 20 Απριλίου 2013

Φοιτητές και πολιτική: σχέσεις πάθους


Για άλλη μια φορά ήρθε η ώρα των φοιτητικών εκλογών. Αφίσες, καφέδες, μηνύματα, γλειψίματα και άλλα τέτοια ωραία που κάθε χρόνο βιώνει η πανεπιστημιακή κοινότητα. Παράλληλα με αυτό όμως, πέρα από το «χαβά» των παρατάξεων, υπάρχει μια σειρά κλισέ τοποθετήσεων από την αντίπερα μπάντα. Πιο συγκεκριμένα εδώ και μια βδομάδα οι τοποθετήσεις του τύπου «έξω οι παρατάξεις από τα πανεπιστήμια», «όλοι ίδιοι είναι», «η καλύτερη αντίδραση για τις εκλογές είναι να μην πατήσεις καν» και άλλα τέτοια εξίσου  ωραία. Έτσι λοιπόν αναδεικνύονται δύο προφίλ, δύο διαφορετικές λογικές. Από τη μια τα «κομματόσκυλα» και από την άλλη οι «ιδιώτες». Θα μπορούσε άραγε κάποιος με μια ποιο λυρική έκφραση να τις χαρακτηρίσει ως το Γιν και το Γιανγκ του σημερινού πανεπιστημίου, πολλώ δε μάλλον της κοινωνίας;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα αρνητική. Και τα δύο είναι οι όψεις του ίδιου νομίσματος της καταθλιπτικής πανεπιστημιακής πραγματικότητας. Είναι στην πραγματικότητα μια ενιαία και πολύ συγκεκριμένη μεν, επικρατούσα δε, λογική, στη βάση της οποίας προκύπτουν απλώς δύο στάσεις. Είναι η λογική του ατομισμού, ότι ο καθένας θα λύσει μόνος του τα προβλήματά του, της ματαιοδοξίας, η αναζήτηση της ουσίας μέσα από ευτελή πράγματα, της ματαιότητας, ότι όλες οι προσπάθειες για κάτι καλύτερο είναι μάταιες. Δεν είναι τίποτα άλλο από τον παθητικό μηδενισμό όπως τον περιγράφει ο Νίτσε.

Οι δύο στάσεις που προκύπτουν είναι σαφώς αλληλοτροφοδοτούμενες γιατί από τη μία η έντονη αποχή από τα πολιτικά πράγματα αφήνει (ίσως με μια δόση υπερβολής) τους χειρότερους σε αυτά κι από την άλλη η υποβάθμιση της πολιτικής σε ένα φαιδρό λάιφ στάιλ (είτε για να νομίζουμε ότι είμαστε κάποιοι, είτε για να περνάμε απλώς καλά τη φάση μας) και σε έναν συντεχνιακό πλειοδοτικό διαγωνισμό απωθεί τον κόσμο από αυτήν. Αυτή η σχέση είναι αμφίδρομη και χρονικά απροσδιόριστη και θυμίζει τη σχέση της κότας και του αυγού.

Είναι το ίδιο προβληματικό με το πράσινο και το μπλε κομματόσκυλο που γλείφει, θάβει και εξυπηρετεί ημέτερους, το άτομο εκείνο που ταυτίζει τον κακώς νοούμενο κομματισμό με την πολιτική και ως εκ τούτου απέχει από αυτήν ή την επανανοηματοδοτεί με τρόπο ώστε να συνάδει με την ιδιώτευσή του. Άλλοι βαπτίζουν πολιτική το σχολιασμό στα social media, άλλοι τη συμμετοχή σε συνέδρια και προσομοιώσεις, όπως οι υπό νηστεία μοναχοί που βαπτίζουν το κρέας όσπρια. Σαφέστατα με την ευρεία του όρου έννοια, και στο βαθμό δε που οποιαδήποτε διατομική δράση είναι πολιτική, οι παραπάνω δραστηριότητες μπορούν να χαρακτηριστούν πολιτικές, με τον ίδιο τρόπο που τα όσπρια χαρακτηρίζονται πρωτεϊνούχα όσο και το κρέας. Γιατί η πολιτική δράση είναι τόσο η ανάλυση και η έκφρασή της όσο όμως και η προσπάθεια πραγμάτωσης των συμπερασμάτων που προκύπτουν εξ αυτής.

Η σημερινή κατάσταση είναι η πεμπτουσία της λογικής αυτής. Εκλογές γοήτρου χωρίς ουσιαστικό επίδικο, χωρίς ουσιαστικό έργο και προτάσεις προς αξιολόγηση με αποχή μεγαλύτερη του 50%. Μόνο σε τέτοιες εκλογές μπορούν χώροι σαν τη ΔΑΠ και την ΠΑΣΠ να αναδεικνύονται πρώτοι και δεύτεροι.

Για μια νέα σκέψη στα πανεπιστήμια

Απέναντι, στην όλη προαναφερθείσα λογική πρέπει να αντιταθεί μια άλλη σκέψη. Μια σκέψη που τώρα είναι αδύναμη λόγω των συνθηκών και που αν θυμηθούμε πάλι το Νίτσε μπορεί να χαρακτηριστεί και ως ενεργητικός μηδενισμός. Ως ο μηδενισμός του προσώπου εκείνου που είναι τόσο παθιασμένο με την αγιότητα των στόχων του που λησμονεί κάθε ιδιοτελή σκοπό, κάθε εγωϊστικό κίνητρο και ξεχύνεται στον αγώνα. Στον αγώνα γι’ αυτό που στα τσιταταδόρικα λέμε «ένα καλύτερο αύριο».

Αυτή η σκέψη στο βαθμό που πορεύεται προς την κατεύθυνση της πραγματικής προόδου μόνο αριστερή μπορεί να χαρακτηριστεί. Δεν πρόκειται για μανία ή φετίχ ταξινόμησης ή «ταμπελοποίησης». Απλώς στο πολιτικό φάσμα ο χώρος που απέναντι στη λογική της συντήρησης των ίδιων συνθηκών αντιτείνει μια ουσιαστική μεταστροφή είναι αυτός της αριστεράς (μεγάλη συζήτηση ποια αριστερά το επιτυγχάνει αυτό).

Όσοι λοιπόν θέλουμε να υπηρετήσουμε τέτοιους κοινωνικούς σκοπούς οφείλουμε με τη δράση μας να επανανοηματοδοτήσουμε στο χώρο μας τον όρο πολιτική, στο βαθμό που ο κοινός νους τον αντιλαμβάνεται ξεστρατισμένα. Πρέπει να δείξουμε ότι υπάρχουν κάποιοι που δεν θέλουν απλώς να συνδικαλίζουν αλλά ζητάνε να βελτιώσουν το πανεπιστήμιό τους. Μόνο αν επικρατήσει αυτή η αντίληψη μπορεί ο φοιτητοσυνδικαλισμός να χάσει την αρνητική του εικόνα κι επιτέλους να γίνει ένας χώρος υγιούς διαλόγου και διαπάλης απλώς αντίθετων θέσεων.

Αυτή η σκέψη είναι πράγματι πολιτική γιατί θέλει να συνδυάσει τη θεωρία με την πράξη. Γιατί απέναντι στις ακίνδυνες συζητήσεις που είναι παράλληλοι μονόλογοι αντιτείνει το διάλογο που καταλήγει κάπου. Απέναντι στα think tanks αντιτείνει τις ομάδες που και συζητάνε και αναλύουν αλλά στη βάση αυτή, παράλληλα δρουν.

Για μια νέα αριστερά

Στη βάση αυτής της σκέψης πρέπει να χτιστούν νέοι χώροι ή να αναδιαμορφωθούν οι υπάρχοντες , δεδομένου ότι η υπάρχουσα αριστερά, για διαφορετικούς λόγους σε κάθε χώρο, δεν ανταποκρίνεται σε αυτό το κέλευσμα. Γιατί η περιγραφόμενη παραπάνω «νέα» σκέψη είναι παράγοντας αναγκαίος, όχι όμως επαρκής και είναι αναποτελεσματική και ρομαντική αν δεν πλαισιωθεί σωστά. Ενώ η κοινωνία βράζει, τα πανεπιστήμια είναι πιο ήσυχα κι από το υπόγειο του μαυσωλείου του Λένιν. Η απουσία έμπνευσης και συσπείρωσης του κόσμου οφείλονται σε προβλήματα όπως την απουσία πρότασης, τη μηχανιστική επανάληψη ορισμένων πρακτικών (που από μόνες τους δεν μπορούν να έχουν αποτέλεσμα), την ανάθεση της λύσης στο κόμμα ή στους αυτοματισμούς του κόσμου που υποτίθεται πως από μόνος του θα ξυπνήσει μια μέρα.

Κάπου εδώ ανιχνεύεται και η δαιμονοποίηση των παρατάξεων και της κομματικοποίησης τους. Σίγουρα το συνηθέστερο είναι επειδή απογοητεύουν καθημερινά οι «αποπολιτικοποιημένες» «μεγάλες παρατάξεις» (βλ. ΠΑΣΠ, ΔΑΠ) να παίρνει η μπάλα και τους υπόλοιπους. Ωστόσο η κομματικοποίηση σήμερα είναι προβληματική για βαθύτερους λόγους, καθαρά πολιτικούς.

Αυτό που διαφεύγει πολλών είναι ότι το πρόβλημα δεν είναι η κομματικοποίηση γενικά κι αφηρημένα. Είναι λογικό, όταν υπάρχει η στοιχειώδης πολιτικοποίηση και στο βαθμό που το πανεπιστήμιο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνία, να προκύψουν οργανωτικές και ιδεολογικές σχέσεις και συνάφειες με τα υπάρχοντα κόμματα.

Το προβληματικό είναι όμως ότι οι παρατάξεις και τα σχήματα που ανακύπτουν δεν έχουν μια ουσιαστική πρόταση, δεν έχουν κάτι να πούνε στο φοιτητή κι έτσι περιορίζονται σε πυροτεχνήματα, και μια διαρκή κίνηση δίχως κάποιο σκοπό, παρά μόνο για την ίδια την κίνηση («να κάνουμε κάτι, μόνο και μόνο για να το κάνουμε»). Και αυτό συμβαίνει, όχι τυχαία προφανώς, και στο επίπεδο των κομμάτων με τα οποία έχουν σχέση: ούτε αυτά έχουν κάποια ουσιαστική πρόταση για το αύριο με βάση το σήμερα, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους και με τον δικό του τρόπο. Προσωπικά μιλώντας, μακάρι να βρισκόταν ένα κόμμα που να με εκφράζει και τότε δεν θα με πείραζε να συμμετέχω σε παράταξη που θα συνδέεται μαζί του. Σε ποιον θα πείραζε η σύνδεση παρατάξεων με σοβαρά κόμματα που έχουν να προτείνουν κάτι;

Επομένως η νέα φοιτητική αριστερά πρέπει να μην φοβάται την πρόταση και την τοποθέτηση, αλλά αντιθέτως να έχει άποψη για όλα. Από το πιο μικρό ζήτημα της σχολής, μέχρι το μνημόνιο, από την παιδεία μέχρι το κοινωνικοσχεσιακό. Γιατί ακριβώς όλα αυτά συνδέονται. Με το να απομονώνουμε κομμάτια της πραγματικότητας, και τα προβλήματα αναγιγνώσκουμε λανθασμένα και άκαρπες λύσεις προτείνουμε. Με το να τοποθετούμαστε μόνο για ορισμένα ζητήματα ερχόμαστε σε λογικά ανακόλουθα και ελλείψεις καθώς αμέσως ξεπροβάλλουν και τα υπόλοιπα ζητήματα που συνδέονται με τα πρώτα.

Αυτά σε πρώτο βαθμό.

Σε δεύτερο επίπεδο πρέπει να έρχεται το ζήτημα της προώθησης (last but not least). Γιατί πολλοί είναι έτοιμοι να λησμονήσουν πλήρως την ουσία προκειμένου να προωθηθεί ο χώρος τους. Αυτή η λογική είναι σαφέστατα λανθασμένη. Γιατί μιλάμε για πολιτική πρόταση και όχι για εμπόρευμα. Αν πρέπει να αλλάξεις όλο σου το είναι προκειμένου να συμφωνήσει ο τρίτος τότε η συμφωνία χάνει τον αρχικό της σκοπό γιατί ο τρίτος συμφωνεί με κάποιον άλλον κι όχι τον πραγματικό σου εαυτό και είναι «δώρον άδωρον». Ούτε βέβαια στέκει η λογική του «άλλως φαίνεσθαι και άλλως είναι» με το να πατάει κανείς σε δύο βάρκες, γιατί αυτά τα δύο έχουν μια τόσο διαλεκτική, αμφίδρομη σχέση ώστε αν κάποιος θελήσει να αλλάξει μόνο το πρώτο, μοιραία θα αλλάξει και το δεύτερο. Σίγουρα πάντως για έναν πολιτικό χώρο θέλει δουλειά και προσοχή η εξωστρέφειά του, θα ήταν ηλίθιο να μην το παραδεχτεί κάποιος. Αν και κατά 60% παίζει ρόλο η ουσία, χρειάζεται νέες πρακτικές να πλαισιώσουν τις παλιές καλές. Πλήρης αξιοποίηση του διαδικτύου, επιθετική πολιτική, διαρκής αποκάλυψη του ρόλου και του χαρακτήρα των καθεστωτικών αντιπάλων χώρων, πολιτισμική δράση, ευφυείς τρόποι διαμαρτυρίας και αντίδρασης, οικολογικοί και καλαίσθητοι τρόποι καθολικής εξωστρέφειας, καινοτομίες σε αναχρονιστικές πρακτικές και πλήρεις μεταστροφές σάπιων θεσμών, είναι μερικές από αυτές.

Μόνο μαζί με τέτοιες ιδέες μπορεί να αναδειχθεί πράγματι η νέα λογική που θέλουμε.
Μόνο με τέτοια σκέψη θα ξαναγεννηθεί η πολιτική στα πανεπιστήμια.
Μόνο έτσι η αριστερά θα αρχίσει να αναλαμβάνει τις ιστορικές της ευθύνες.

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα
Από το Blogger.

Θεματικές:

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________