Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Διαλεκτική νόμου και βίας: διαχρονικές σχέσεις πάθους;



Από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ και τον Χέγκελ και από την Αντιγόνη του Σοφοκλή μέχρι τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ, διαχρονικά, το ζήτημα της φύσης του νόμου έχει ταλανίσει αμέτρητα μυαλά και πνεύματα.
Πράγματι ο νόμος, με τη γενική κι αφηρημένη έννοια, συχνά παρουσιάζεται ως κάτι το υπερβατικό. Κάτι ανώτερο απ’ τον άνθρωπο, κάτι που τον ξεπερνά και τον καθορίζει. Αυτός ο φετιχισμός συμβαίνει αυτόματα ή απλά επιδιώκεται από ορισμένους;

Η αναζήτηση ενός ορισμού για το νόμο λογικά ξεκινάει από τη νομική επιστήμη: το σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν με εξαναγκαστική δύναμη την κοινωνική συμβίωση. Ωστόσο ο Μανωλεδάκης σωστά σημειώνει ότι η κοινωνιολογία είναι αυτή που θα δώσει τον ορθότερο ορισμό γιατί ο νομικός βλέποντας το δίκαιο μέσα από το δικαιικό σύστημα, ενταγμένος σε αυτό, «ταυτιζόμενος» μερικώς μαζί του και υπηρετώντας το, δεν μπορεί να παραδεχτεί την πραγματική φύση του: δίκαιο είναι λοιπόν η έλλογη, ρυθμισμένη ανθρώπινη βία μέσα στον κοινωνικό χώρο. Σαφέστατα οι λέξεις δεν είναι τυχαίες. Ενώ ο νομικός ορισμός δίνει προτεραιότητα στο κανονιστικό χαρακτήρα του δικαίου, ο κοινωνιολογικός αποκαλύπτει την πραγματική του φύση και αξιολογεί το ρυθμιστικό και κανονιστικό του χαρακτήρα ως απλούς τρόπους με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται.

Άλλο λοιπόν μια ρύθμιση εξαναγκαστική κι άλλο ένας ρυθμισμένος εξαναγκασμός. Στην πρώτη περίπτωση το δίκαιο επιδιώκει να ρυθμίσει, κι εξαναγκάζει προς αυτό το σκοπό ενώ στη δεύτερη επιδιώκει να εξαναγκάσει, ρυθμίζοντας τον τρόπο που θα γίνει αυτό αποτελεσματικότερα.

Βία και δίκαιο λοιπόν συνδέονται πιο άρρηκτα απ’ όσο φανταζόμαστε. Γιατί βία δεν είναι μόνον η κύρωση σε περίπτωση παράβασης του κανόνα. Είναι ολόκληρη η ρύθμιση της κοινωνικής ζωής (κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και οργανωτική βία) στο βαθμό που αναγνωρίζεται ως βία κάθε μεταβολή ή απόπειρα μεταβολής μιας ορισμένης φυσικής κατάστασης ή τάσης. Στη βάση του παραπάνω ορισμού βλέπουμε τη βία να διατρέχει κάθε πτυχή της ζωής και της ιστορίας στο βαθμό που τίποτα δεν μένει στάσιμο αλλά όλα κινούνται, όλα εξελίσσονται: ο τρόπος που συμβαίνει αυτή η συνεχής κίνηση κι εξέλιξη είναι η βία ως προϊόν σύγκρουσης. Σύγκρουση των λιθοσφαιρικών πλακών για τη μορφή της επιφάνειας της γης, σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων για το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων κλπ.

Το ζήτημα λοιπόν των σχέσεων του νόμου με τη βία που τίθεται στον τίτλο είναι εν μέρει παραπλανητικό. Νόμος και βία δεν είναι δύο αντιπαραθετικά μεγέθη, όπως συχνά παρουσιάζεται σήμερα. Νόμιμη βία και παράνομη βία ξεχωρίζουν μόνο από το υποκείμενο που η καθεμία εκπορεύεται και το σκοπό στον οποίον απολήγει. Όχι επειδή αναπροσαρμόζονται οι νόμοι κατ’ ατομική δράση, αλλά επειδή οι νομικοί σκοποί είναι πολύ συγκεκριμένοι εκ των προτέρων.

Είναι λοιπόν το δίκαιο μια έλλογη βία κι εντάσσεται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνική βία και να το συνδέσουμε με το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή τις σχέσεις που διέπουν τα άτομα και τις ομάδες μιας ορισμένης κοινωνίας. Πράγματι είναι κοινή αποδοχή πως υπάρχουν διαφορετικές ομάδες συμφερόντων σε κάθε κοινωνία κι ότι επίδικο της διαμάχης τους είναι το εκάστοτε παραγόμενο κοινωνικό πλεόνασμα.

Το δίκαιο είναι μια προσπάθεια να επιβάλλει την εξουσία της η μία ομάδα στην άλλη στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών τους σχέσεων. Η επικράτηση σε αυτόν τον ανταγωνισμό χρειάζεται άσκηση αλλιώς θα ανατραπεί από την υποταγμένη δύναμη. Από εκεί προκύπτει η πολιτική εξουσία. Η άσκηση της εξουσίας χρειάζεται με τη σειρά της οργάνωση σε βάση μονιμότητας, κάτι που όπως τονίζει ο Μανωλεδάκης μεταφράζεται με ρύθμιση της εξουσιαστικής σχέσης. Αυτό λοιπόν είναι το δίκαιο. Βεβαίως καθώς το δίκαιο πρέπει να έχει μια ορισμένη αποδοχή αλλά και επειδή παίρνει τα χαρακτηριστικά της λογικής και της ιδεολογίας των ανθρώπων της εποχής του υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούμε φυσικό δίκαιο, στη συνείδηση δικαίου και στους κανόνες δικαίου. Το ότι εγγίζει όμως άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο την ηθική, δεν αναιρεί το χαρακτήρα επιβολής του παρά είναι ακόμα μια τροπικότητά του όπως και ο ρυθμιστικός του χαρακτήρας.

Αυτές οι σκέψεις μπορούν να προκύψουν πέρα από ιστορικά, και λογικά. Ο νόμος οριοθετεί συμπεριφορές. Προς τα πού τις οριοθετεί όμως; Όχι προς γενικές κι αόριστες κατευθύνσεις παρά προς ορισμένες κάθε φορά κοινωνικές φόρμες. Η κανονικότητα στην οποία παραπέμπει ο νόμος είναι εκείνη που διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις.
Το πώς ο νόμος επιβάλλει σήμερα, αυτό που λέμε, το δίκαιο του ισχυρού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το επιτυγχάνει γενικά με τέσσερεις τρόπους
- δια της έκδηλης ή κεκαλυμμένης εξασφάλισης της άμεσης ικανοποίησης και προστασίας των συμφερόντων των ομάδων εκείνων της κοινωνίας, υπέρ των οποίων είναι οι κοινωνικοί συσχετισμοί και σχέσεις

- δια της ρύθμισης ορισμένων θεμάτων που απαιτούν μια στοιχειώδη πρόβλεψη εξυπηρετώντας την κοινωνική ομαλότητα (πχ ΚΟΚ)

- δια της εξασφάλισης ορισμένων αγαθών σε όλα ή έστω στα περισσότερα μέλη της κοινωνίας προκειμένου αυτά να μην αισθάνονται έντονα το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω "ονομαστικά δικαιώματα". Και χαρακτηρίζονται (ίσως και καταχρηστικά) έτσι τα παραπάνω δικαιώματα για να περιγραφεί το γεγονός πως ακόμα κι αν όλοι έχουν ένα δικαίωμα πχ το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, η αξία του δεν είναι η ίδια γιατί διαφέρει το ατομικό και κοινωνικό πλαίσιο που περιβάλλει τον καθένα. Για παράδειγμα, σε διαφορετικό βαθμό εξυπηρετεί η προστασία της ιδιοκτησίας έναν πλούσιο και σε διαφορετικό έναν φτωχό: ο πρώτος έχει πολλά περισσότερα να χάσει και ως εκ τούτου περισσότερους λόγους να προστατεύσει την περιουσία του.

- Ο τελευταίος τρόπος είναι όμως ο πιο ενδιαφέρων. Όλοι έχουμε δει ταινίες όπως το Dirty Harry του Clint Eastwood, όπου ο «καλός» αστυνομικός αναγκάζεται να παρανομήσει προκειμένου να επιβάλλει τη νομιμότητα. Πράγματι παρά το γεγονός πως ο νόμος λειτουργεί μεροληπτικά, πώς εξηγείται το ότι κάποιοι, ακόμα κι όταν ανήκουν στους ευνοημένους του, εξακολουθούν να παρανομούν;

Όταν ένα φορολογικό σύστημα είναι ήδη τόσο μεροληπτικό για ποιο λόγο να φοροδιαφεύγουν οι πλούσιοι; Όταν μπορείς να βγάλεις χρήματα με νόμιμες μπίζνες γιατί παράλληλα να πρέπει να αναμιγνύεσαι με βρώμικους τομείς όπως το μπραβιλίκι ή και ακόμα χειρότερα τα ναρκωτικά, τα όπλα και το τράφικιγκ; Η απάντηση νομίζω πως είναι κατ’ αρχήν απλή: γιατί μπορούν. Όταν έχεις τα μέσα να επιβάλλεις πολιτικές και νόμους οργανωμένα (πχ μέσω ΣΕΒ) ή ατομικά, τότε ποιος θα σε εμποδίσει να παρανομήσεις κιόλας;

Η πολύ απλοϊκή αυτή απάντηση είναι όμως ελλιπής και το συνεπές θα ήταν να την εντάξουμε στην εξής πρόταση: όχι μόνο «γιατί μπορούν» αλλά και γιατί πρέπει. Όπως τόνιζε ο Ζακ Λακάν πάντα διαφεύγει κάτι από τη συμβολοποίηση, την ένταξη στο συμβολικό σύμπαν (ένα ας πούμε ρυθμισμένο από κανόνες κοινωνικό μωσαϊκό), και στην περίπτωσή μας, τη συμβολοποίηση του νόμου. Αυτό ονομάζεται «πραγματικό» (το οποίο δεν πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια της πραγματικότητας). Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ανίκανος να προβλέψει τα πάντα με κανόνες και να ρυθμίσει ολόκληρη την κοινωνική ζωή με τον τρόπο που θέλει. Επομένως η νομιμότητα κι ως εκ τούτου η κοινωνική σκοπιμότητα που αυτή εξυπηρετεί, προκειμένου να διατηρηθεί, χρειάζεται ένα παράνομο, «αισχρό» όπως το χαρακτηρίζει ο Ζίζεκ, υπόστρωμα. Ένα υποστύλωμα. Αυτό το στοιχείο γίνεται έντονο στον κινηματογράφο (βλ. το παράδειγμα με τον
Dirty Harry) αλλά σίγουρα φαίνεται και από την πραγματική ζωή. Δυστυχώς δε σήμερα, η ελληνική κοινωνία το βιώνει συχνότερα απ’ όσο θα θελε: όταν οι κυβερνήσεις προκειμένου να διατηρήσουν «την τάξη» καταπατούν απροκάλυπτα, τους μόνους κανόνες στους οποίους «ιεραρχικά» υπάγονται, τους συνταγματικούς.

Αυτό όμως προδίδει και κάτι ακόμα: επαληθεύει αυτά που ελέχθησαν παραπάνω, ότι δηλαδή ο νόμος όχι μόνο υπηρετεί κατά κανόνα και πρώτιστα πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα αλλά και πως δεν μπορεί, αν τυχόν το «θελήσει», να τα υπερβεί. Κάτι τέτοιο γίνεται εμφανές από τις αποτυχημένες προσπάθειες χαλιναγώγησης των κεφαλαίων από τα κράτη. Όποιο κράτος προσπάθησε να επιβαρύνει τους πλουσίους, αυτοί πολλοί απλά «πήγαιναν» αλλού τα λεφτά τους ή πετύχαιναν την αλλαγή της πολιτικής εξουσίας με «ημέτερους». Βιομήχανοι που έκριναν πως δεν τους συνέφερε η ελληνική νομοθεσία, για παράδειγμα, μετακόμιζαν με μεγάλη ευκολία στη Βουλγαρία. Εφοπλιστές που απειλούνταν με μια μηδαμινή φορολόγηση (σε σχέση με τη μηδενική που είναι σήμερα) απείλησαν πως θα αλλάξουν σημαία στα πλοία τους. Εταιρίες που απειλούνταν από τον Αλιέντε στη Χιλή ανέβασαν τον Πινοσέτ. Όλα αυτά προδίδουν τη θέση της κάθε έννοιας στο πάζλ της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο νόμος είναι πλήρως εργαλειοποιημένος, είναι υπηρέτης του στάτους κβο, και δεν μπορεί διαφορετικά.

Η έννομη τάξη διατρανώνει πως επιδιώκει την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα και δεν έχει άδικο. Με βάση όμως τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα που επιδιώκεται από τη νομοθετική ρύθμιση δεν είναι κάτι ουδέτερο, παρά η διατήρηση των κοινωνικών συσχετισμών όπως αυτοί σχηματίστηκαν από την τελευταία κοινωνική ένταση. Όπως για παράδειγμα είναι οι διατάξεις μια σύμβασης συνθηκολόγησης ανάμεσα στη νικήτρια και την ηττημένη χώρα.
Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα
Από το Blogger.

Θεματικές:

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________