Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

Οι κατακτήσεις γίνονται με αγώνες κι όχι με πανηγύρια. Του Δημήτρη Μανωλίδη

Στη σημερινή κοινωνία, την κοινωνία των διαιρέσεων, των διακρίσεων και της εκμετάλλευσης, μια από τις ομάδες που αναμφίβολα καταπιέζονται είναι εκείνες που οι σεξουαλικές της επιλογές δεν συνάδουν με τις κυρίαρχες νόρμες. Επομένως κατ’ αρχήν ως αίτημα είναι προφανέστατα εύλογο το να διεκδικούν ίση αντιμετώπιση κι αναγνώριση οι άνθρωποι με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό. Με αφορμή όμως την καθιερωμένη παρέλαση της σχετικής κοινότητας μαζί με τους αλληλέγγυους της, άνοιξε ένας ενδιαφέρον διάλογος σχετικά με την ποιότητα και την αποτελεσματικότητά του ως μέσο. Και δικαιολογημένα υπήρξε έντονη αντίδραση ενάντια στην πρακτική αυτή, κατ’ εμέ για τους κάτωθι λόγους.

Πρώτα απ’ όλα δεν έχει αποτελεσματικότητα η ίδια η αντίληψη της παρέλασης ως μέσου. Πρόδηλος στόχος της είναι απλώς να προκαλέσει τα συντηρητικότερα μέρη της κοινωνίας, κάτι που είναι σίγουρα απολαυστικό συνάμα όμως και απρόσφορο. Το ακροατήριο υποτίθεται της γκέι κοινότητας είναι αφ’ ενός η κοινωνία κι αφ’ ετέρου η εξουσία. Έτσι όμως απομονώνεται απ την πρώτη αναλωνόμενη σε μια επιδεικτική έξαρση της ιδιαιτερότητάς της κι απ’ την άλλη επιτρέπει στην εξουσία να την αγνοεί λόγω της πλήρους ακινδυνότητας του μέσου αυτού απέναντί της.
Επιπλέον, κάθε μέσο, ως πρακτική σηματοδοτεί ορισμένα πράγματα και καλλιεργεί λογικές και συνειδήσεις. Αυτό που καλλιεργεί το γκέι παρέιντ είναι η λογική όχι του αγώνα αλλά του πανηγυριού. Κυρίως με την έννοια της ευκολίας, του ωχαδελφισμού και της διασκέδασης: το κάνουμε μια φορά το χρόνο και περνάμε καλά. Ένας αποτελεσματικός αγώνας όμως απαιτεί διάρκεια, ένταση, κόπο και σχέδιο. Προφανώς δεν λέω να τη βγάζουμε με μέλανα ζωμό και να τρέχουμε στα βουνά (ακόμα) αλλά να αποτελεί πυξίδα μας όχι το εύκολο μα το σωστό. Κι εν προκειμένω το παρέιντ όχι μόνο εντάσσεται στην πρώτη κατηγορία αλλά αναπαράγει και τη λογική αυτής. Και είναι η επικίνδυνη λογική του ατομισμού.

Εκτός των παραπάνω αυτή προκύπτει και απ το ότι οι συμμετέχοντες ουσιαστικά δεν αγωνίζονται για τα προβλήματα της ομάδας τους παρά απλώς ξεσπάνε, ως αντίδραση στην καταπίεση που εισπράττουν. Θα μπορούσε κάποιος να δει σε αυτό τα στοιχεία του λακανικού πασάτζ α λακτ: με την έννοια ότι είναι μια αλόγιστη-ασυνείδητη αντίδραση. Δεν εξυπηρετούν λοιπόν τις ανάγκες της ομάδας της κοινότητας αλλά μόνο τα ψυχολογικά του καθενός.

Σημαντικό όμως ζήτημα είναι και ο χαρακτήρας που λαμβάνει, που τείνει να είναι απολιτικ αλλά κι επικίνδυνος. Ιδωμένο αποκομμένο από το ευρύτερο ζήτημα της ισότητας και της ελευθερίας πρόκειται για έναν αγώνα μερικό κι αποσπασματικό. Αυτό όμως δεν είναι μόνο ζήτημα ποσοτικό παρά του προσδίδει κι ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Καθιστά το ζήτημα της ελευθερίας του αυτοπροσδιορισμού και της αυτοδιάθεσης μονόπλευρα σεξουαλικό απομονώνοντας το απ τις υπόλοιπες εκφάνσεις. Καλώς ή κακώς όμως όλα συνδέονται και η σεξουαλικότητα δεν είναι ζήτημα ατομικό αλλά κοινωνικό: στο βαθμό που δεν μένει μόνο στο κεφάλι κάποιου αλλά εκφράζεται κι εξωτερικεύεται. Όσο απομονώνεται ως ζήτημα από τα ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα, τόσο λιγότεροι θα είναι οι σύμμαχοι της γκέι κοινότητας. Ακόμα όμως σημαντικότερο: τόσο δυσκολότερα θα μπορέσει να έχει αποτέλεσμα ο αγώνας τους, καθώς μόνο αν εντάξουν το πρόβλημα τους σε ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα καταπίεσης κι ανισότητας θα ανιχνεύσουν την αιτία του αλλά και τους τρόπους υπέρβασής του.

Δίνει δε στους συμμετέχοντες και στους ασχολούμενους μια ψευδαίσθηση ενεργοποίησης κι ενασχόλησης, οι οποίοι βαυκαλιζόμενοι ότι αυτό είναι πολιτικός ή κοινωνικός αγώνας στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτα.

Κλείνοντας, οι απαντήσεις στο γιατί επιλέγεται ένα τέτοιο άστοχο μέσο θα πρέπει να αναζητηθούν σε δύο παράγοντες: στην αυτό-αντίληψη που έχει η γκέι κοινότητα και στη σχέση των πολιτικών χώρων με αυτή.

Δυστυχώς οι πλείστοι των ομοφυλοφίλων δεν πιστεύουν ούτε οι ίδιοι σε αυτό για το οποίο υποστηρίζουν πως παλεύουν: αντιμετωπίζουν την κατάστασή τους ως εξαίρεση, ως κάτι μη-κανονικό, όχι απαραίτητα συνειδητά. Αυτό προφανώς είναι αποτέλεσμα των επικρατουσών κοινωνικών αντιλήψεων οι οποίες είναι πολύ δύσκολο να μην αφομοιωθούν απ’ το επιμέρους άτομο. Είναι επίσης αποτέλεσμα της μη εμβάθυνσης κι οργάνωσης της κοινότητας ώστε να αποκτήσει δική της συνείδηση με βάση τα συμφέροντά της. Αυτής λοιπόν της ετεροκαθοριζόμενης αντίληψης απότοκο είναι το προκλητικό και το αντιαισθητικό ως μέσο πάλης, γιατί η άλλη επιλογή που προκύπτει απ τα, με βάση τα παραπάνω, εργαλεία τους είναι η αφασία. Έτσι λοιπόν επιλέγονται τα πανηγύρια.

Απ την άλλη, αφ’ ενός η ατομιστική κι αφ’ ετέρου η απολίτικη-αποσπασματική αντίληψη, οφείλονται στην ιδεολογική κυριαρχία του φιλελευθερισμού και αντίστροφα στη μη προσπάθεια (ή έστω στη μη επιτυχημένη προσπάθεια) εγκόλπωσης των αιτημάτων της κοινότητας από ένα αριστερό υποκείμενο. Αυτό γιατί ο φιλελευθερισμός είναι που υποβαθμίζει αιτήματα για την ισότητα σε απλή «διεκδίκηση δικαιωμάτων», εντάσσοντας τα στο υφιστάμενο πλαίσιο, κι άρα μετατρέποντας τα σε μια ντεκαφεϊνέ/ αλα καρτ νομική ισότητα. Και πράγματι ο αγώνας της γκέι κοινότητας κινείται σε τέτοια διάσταση, ακόμα κι αν δραστηριοποιούνται στο πλαίσιό της αριστερές οργανώσεις. Αυτό δεν έχει να κάνει βέβαια μόνο με τις επιλογές της κοινότητας, αλλά και με την ύπαρξη (ή μάλλον τη μη-ύπαρξη) ενός μεγάλου αριστερού υποκειμένου ή κινήματος που να κάνει λόγο για πραγματικές κοινωνικές ρήξεις και ριζοσπαστική ισότητα κι ελευθερία (κάτι που κατά την άποψη του γράφοντος, μόνο κομμουνισμός ονομάζεται). Ένα τέτοιο υποκείμενο θα μπορούσε να στεγάσει τους αγώνες της γκέι κοινότητας, και να τους ενορχηστρώσει μαζί με τους αγώνες των υπόλοιπων καταπιεζόμενων ομάδων σήμερα.
Τρίτη 3 Ιουνίου 2014

Ελληνικό Πανεπιστήμιο ΑΕ: οι 4 πληγές της τριτοβάθμιας της κρίσης. Του Δημήτρη Μανωλίδη

Η κατάσταση στα ελληνικά πανεπιστήμια δεν διαφέρει πολύ από εκείνη στην ελληνική κοινωνία εν γένει. Προφανώς αυτό δεν συμβαίνει συμπτωματικά, παρά οφείλεται στην άρρηκτη σύνδεση μεταξύ τους. Τα συνολικά προβλήματα εξειδικεύονται με πολύ συγκεκριμένο τρόπο στο μικρόκοσμο του πανεπιστημίου: υποχρηματοδότηση, εμπορευματοποίηση, υποβάθμιση δομών, σπουδών και πτυχίων, εντατικοποίηση και «σχολειοποίηση» συναπαρτίζουν μια μεγάλη λίστα που το νόημά της μπορεί να συνοψισθεί σε μια φράση: η δημόσια δωρεάν παιδεία μας τελείωσε. Τα τελευταία τείνουν να διαμορφώσουν ένα πανεπιστήμιο άρδην διαφορετικό από εκείνο που ξέρουμε και φυσικά από εκείνο που θέλουμε.

1. Υποχρηματοδότηση.
Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο. Ήδη από τα χρόνια προ κρίσης τα χρήματα του κρατικού προϋπολογισμού που προορίζονταν για την παιδεία και δη την τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν λιγοστά. Αυτό φυσικά στα χρόνια του μνημονίου επιδεινώθηκε. Παράλληλα, με το PSI τα αποθεματικά πολλών Ιδρυμάτων μειώθηκαν ή εξαφανίστηκαν, με το κούρεμα των ομολόγων που κατήχαν. Αυτό συνεπάγεται ότι υπηρεσίες που θεωρούνταν αυτονόητες, από στέγη και τροφή έως παροχές απαραίτητες για τη διεκπεραίωση των σπουδών (πχ συγγράμματα) δεν μπορούν να προσφέρονται από το κράτος ούτε δωρεάν ούτε σε όλους ούτε βέβαια στο βαθμό που θα πρεπε. Έτσι λοιπόν τα δωρεάν συγγράμματα που δικαιούνται οι φοιτητές χρόνο με το χρόνο λιγοστεύουν ενώ Εστίες και Λέσχες είτε κλείνουν είτε εισάγουν αντίτιμο. Κι αν για κάποιους αυτά δεν σημαίνουν κάτι, αναμφίβολα αυτό δεν ισχύει για όλους στην Ελλάδα του μνημονίου, της φτώχειας και της ανεργίας.


Η υποχρηματοδότηση μεταφράζεται με τον ουσιαστικό περιορισμό της πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Πολύ απλά όσοι μπορούν να πληρώσουν για σπουδές (διαμονή, τροφή, υλικό) τις διεκπεραιώνουν, οι υπόλοιποι μένουν ή πάνε σπίτια τους. Προκύπτει λοιπόν ένα μοντέλο παιδείας για λίγους κι εκλεκτούς.

Άλλο ένα σημαντικό αποτέλεσμα βέβαια είναι και το επίπεδο των σπουδών. Όταν δεν υπάρχουν χρήματα για να συντηρούνται και να ανανεώνονται οι υλικοτεχνικές υποδομές, όταν δεν υπάρχουν χρήματα για επαρκές προσωπικό καθαρισμού, φύλαξης και διοίκησης, όταν μειώνεται το διδακτικό προσωπικό (κατάργηση βαθμίδας λέκτορα, μείωση προσλήψεων), γίνεται αντιληπτό πως τόσο το ουσιαστικό επίπεδο του περιεχομένου των σπουδών, όσο και το τυπικό της αξίας του πτυχίου πλήττεται σοβαρά.

2. Εμπορευματοποίηση.
Βασικός λόγος της υποχρηματοδότησης και της υποβάθμισης εν γένει είναι η περικοπή δαπανών και η λιτότητα, χάρις στην οποία καμωνόμαστε ακόμα τους ευρωπαίους και δεν πληγώνουμε τους δανειστές μας. Ο έτερος όμως βασικός λόγος είναι η τάση εμπορευματοποίησης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης με στόχο φυσικά την άντληση κέρδους από το καθετί αδιαφορώντας φυσικά για τις οικονομικές, κοινωνικές και εκπαιδευτικές επιπτώσεις.
Aναμφίβολα η υποβάθμιση ρίχνει την τιμή των προς εκποίηση υπηρεσιών ή αντίστροφα όσο πιο απελπισμένο είναι το κάθε ίδρυμα τόσο πιο εύκολα θα ξεπουλιέται στις ορέξεις του κάθε ιδιώτη-"ευεργέτη". Φυσικά οι νεοφιλελεύθεροι μουτζαχεντίν δεν αποδέχονται αυτή τη σύνδεση υποβάθμισης και ξεπουλήματος, αλλά ο νοών νοείτω. “Αφού λοιπόν το κράτος δεν μπορεί να υποστηρίξει τις παροχές αυτές” ισχυρίζεται η κοινή δόξα “γιατί να μην το αναλάβει ένας ιδιώτης;”

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

8+2=4 άμεσα συμπεράσματα για τις εκλογές της 25ης Μαϊου

Αρνητικά
1
. Ούτε το μέγεθος του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η διαφορά του με τη ΝΔ, σηματοδοτούν την ύπαρξη ενός δυνατού αντικυβερνητικού αντιμνημονιακού ρεύματος. Κι αυτό δεν είναι τόσο νίκη της ΝΔ, παρά μη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ: γιατί δεν κατάφερε να αξιοποιήσει μέσα σε δύο ολόκληρα χρόνια, που η κυβέρνηση πήρε σκληρά μέτρα και η κατάσταση της χώρας χειροτέρεψε, το ρεύμα που είχε μετά τις εκλογές του 2012. Δεν κατάφερε να πείσει το λαό ότι μπορεί να αλλάξει την κατάσταση κι αυτό είναι ζήτημα όχι συμπτωματικό ή προσωπικό αλλά ξεκάθαρα πολιτικό. Η μετριοπαθής του στάση, η εγκατάλειψη των θέσεων που τον εκτίναξαν πριν από δύο χρόνια, η μη παρέμβασή του στον κόσμο και το κυριότερο: η μη συγκρότηση και προετοιμασία του κόσμου προς την κατεύθυνση ενός πραγματικά ριζοσπαστικού δρόμου, σε ρήξη με τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου. Στην τελική ο λόγος του ΣΥΡΙΖΑ στα βασικά ζητήματα σε τί διαφέρει με εκείνον του Ποταμιού;
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΛΙΘΟΒΟΛΙΣΜΟΥ

2. Το ΠΑΣΟΚ δυστυχώς αποδείχθηκε πως έχει ριζώσει βαθιά στην ελληνική κοινωνία. Κινδυνολόγησε, άλλαξε όνομα, αξιοποίησε την υπερ-προβολή του από τα ΜΜΕ και κατάφερε να σκαρφαλώσει στην 4η θέση κόντρα στις προβλέψεις. Ουδέν σχόλιο. Ο έλληνας απέδειξε για άλλη μια φορά ότι η βλακεία είναι άπειρη (βλ και σημείο 4), όχι όμως κι ανίκητη...
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΑΝΑΣΚΟΛΟΠΙΣΜΟΥ

3. Τα βιβλία της ιστορίας θα γράψουν πέραν των άλλων ότι ο Παπανδρέου, ο Σαμαράς κι ο Βενιζέλος με τη βοήθεια της ΕΕ κατάφεραν να γιγαντώσουν με τις πολιτικές τους το νεοναζιστικό μόρφωμα της ΧΑ. Επαληθεύτηκε χθες πως σταθεροποιείται στην ελληνική κοινωνία και πως δεν πρόκειται για ψήφους πεπλανημένων ανθρώπων, παρά ανθρώπων που ξέρουν πολύ καλά τί επιλέγουν. Και είναι ευθύνη της αριστεράς πως πρόκειται για ανθρώπους από χαμηλά οικονομικά στρώματα και μάλιστα σε εργατικές περιοχές που η αριστερά είχε παράδοση. Την ίδια στιγμή στα δύο πιο σημαντικά λιμάνια της χώρας, θυμήθηκαν τη φιγουρα του μεσαιωνικού φεουδάρχη: με αποτέλεσμα την ενοποίηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια των εκλεγμένων Μαρινάκη και Μπέο. Στο δε Πειραιά δεν τηρήθηκαν ούτε τα προσχήματα:εκκλησία, ολυμπιακός, χρυσαυγίτες και μπράβοι συνεισέφεταν τα μάλα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΠΥΡΑΣ

4. Το Ποτάμι απέδειξε μαζί με το ΠΑΣΟΚ, πόση δύναμη έχουν τα μίντια. Ένα νεογέννητο κόμμα που δεν είχε καταγραφεί ποτέ είχε όση προβολή είχαν 35 κόμματα μαζί. Αυτά σε συνδυασμό με τη "χιπστεριά" και τη δύναμη της ατάκας που αξιοποιεί, τη μετατροπή του βενιζελικού πασόκ σε δορυφόρο της ΝΔ, και φυσικά το ουδέτερο-απολιτίκ χαρακτήρα του (του τύπου είμαι λίγο απ' όλα και δεν είμαι). Ποταμίσιοι κατά τα λοιπά τύποι όπως ο Καμίνης κι ο Μπουτάρης κατάφεραν να επανεκλεγούν ποντάροντας στο δήθεν μη κομματισμό τους αλλά και στην ανικανότητα των προκατόχων τους.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΥ (αλα Νεντ Σταρκ)

5. Η κατάσταση στη λοιπή αριστερά έχει ενδιαφέρον. ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΣΧΕΔΙΟ Β τιμωρήθηκαν απ τον κόσμο που δεν τα βρήκαν ενόψει των εκλογών, ενώ πλήρωσαν δε και το διπολισμό που καλλιεργήθηκε υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ. Κατέληξαν λοιπόν κάτω από του κυνηγούς, τον Ψωμιάδη, τον Καζάκη, το Χατζημαρκάκη και φυσικά το Τζήμερο. Διαψεύστηκαν λοιπόν οι προσδοκίες των συντρόφων από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ που έβλεπαν ρεύμα υπέρ τους, θεωρώντας ότι διασφάλισαν ένα ηχηρό μήνυμα υπέρ της "αντικαπιταλιστικής" αριστεράς. Αντίθετα το ΚΚΕ έδειξε να ανακάμπτει μετά το κάζο του 2012. Κατάφερε δε κι εξασφάλισε έναν πολύ μεγάλο δήμο με πανηγυρικό ποσοστό. Αυτά οφείλονται αφ' ενός στην ανικανότητα της υπόλοιπης αριστεράς να σοβαρευτεί και να κατέβει ενιαία κι αφ' ετέρου στην προβολή και στον οργανωτικό μηχανισμό που έχει σε όλα τα μήκη και πλάτη της Ελλάδας.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΑΠΑΓΧΩΝΙΣΜΟΥ

6. Θυμηθήκαμε ότι η δεξιά δεν εξαντλείται σε ΝΔ και ΧΑ. Ξαναθυμηθήκαμε το ΛΑΟΣ, το οποίο αυτόν τον καιρό την έχει δει ευρωσκεπτικιστικά, ενώ ο Τζήμερος με τον Σκυλακάκη κατάφεραν να αποδείξουν ότι υπάρχει κι άλλος νεοφιλελευθερισμός, πιο συνεπής με το μακαρίτη τον Φρίντμαν.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΑΣΙΤΙΑΣ

7. Πανευρωπαϊκά η ακροδεξιά ανέβηκε σημαντικά, καταδεικνύοντας ότι η ευρώπη δεν ξεκινάει με τους καλύτερους οιωνούς τον 21ο αιώνα.
ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΑΣΦΥΞΙΑΣ

8. Είδαμε τέλος τον κόσμο να μην αντιλαμβάνεται την ιστορικότητα των εκλογών αυτών, επιλέγοντας τους κυνηγούς, το παναθηναϊκό κίνημα, το Χατζημαρκάκη με μεγάλη δόση τρόλιγκ και χιούμορ. ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΙΑ ΔΙΑΜΕΛΙΣΜΟΥ

Θετικά
1. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να βγει πρώτος, κάτι που δεν είναι αμελητέο, κι απ ότι φαίνεται μέχρι τώρα να κατακτήσει την περιφέρεια Αττικής, την ίδια στιγμή που η ΝΔ έχασε από αντάρτες σημαντικούς δήμους και περιφέρειες. Κατάφερε να σπάσει το φόβο και την κινδυνολογία παρά τον πόλεμο που δέχτηκε από πάρα πολλές πλευρές και για πρώτη φορά μετά το 44, αριστερά να φτάσει στην κορυφή της πολιτικής σκηνής.

2. ΔΗΜΑΡ κι Ανεξάρτητοι Έλληνες πάνε στον Καιάδα, και είναι υπεύθυνοι των επιλογών τους. Δεν μας στενοχωρεί καθόλου γιατί ο ρόλος που έπαιξαν δεν ήταν ο καλύτερος, Οι μεν έδωσαν αριστερό άλλοθι στην κυβέρνηση για έναν ολόκληρο χρόνο και οι δε αποτελούν στην πραγματικότητα ένα αποθεματικό σε περίπτωση ανάγκης για τη Νέα Δημοκρατία.

Συμπεράσματα:
1. Η μέθοδος ΣΥΡΙΖΑ για ανατροπή δια της κάλπης απέτυχε: η 25η Μαϊου πέρασε κι εκτός απροόπτων δεν θα φύγει κανένας την 26η. Η μετριοπάθεια απέτυχε να τον αναδείξει σε ηγεμονική δύναμη παρά τον οδήγησε σε στασιμότητα. Δεν λέω ότι εξελίσσεται σε νέο ΠΑΣΟΚ, παρόλα αυτά γίνεται όλο και πιο επικίνδυνα ακίνδυνος....

2. Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά έφαγε μια τεράστια ΣΦΑΛΙΑΡΑ. Πλήρωσε τη στάση της που θύμιζε χαλίφη στη θέση του χαλίφη. Πλήρωσε τη μη επαφή της με την κοινωνία και τα επίδικα που αυτή θέτει. Πλήρωσε την αλαζονεία και τον ελιτισμό που διέκρινε πολλά από τα κομμάτια της. Πλήρωσε την τάση για κράξιμο κι όχι για ειλικρινή διάλογο. Πλήρωσε ότι απαρτίζεται από αρκετά δυστυχώς καρκινώματα.....

3. Η ευρώπη ψήφισε αντιευρωπαϊκά. Αυτό είναι αναμφίβολο. Το πρόβλημα είναι ότι έγινε με το ξενοφοβικό, ψεκασμένο, συστημικό πρόσημο τις ακροδεξιάς. Κι αυτό επίσης οφείλεται στην αριστερά που δεν κατάφερε να συγκροτήσει ένα αντι-ΕΕ ρεύμα με τα χαρακτηριστικά που μόνο αυτή μπορεί να του δώσει.

4. Ευρωπαϊκά αποδείχθηκε ότι κυριαρχούν τα ψευδοδίπολα ανάμεσα σε δεξιούς και σοσιαλδημοκράτες ή αυτούς τους δύο και την ακροδεξιά. Αυτό αφήνει ένα μεγάλο περιθώριο να αναδειχθεί η ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό όμως θέλει θάρρος, ταπεινότητα, αυτοκριτική και δουλειά, δουλειά, δουλειά....
Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Έξοδος στις αγορές, όπως λέμε έξοδος του Μεσολογγίου;

Μεγάλη ανακούφιση και πατριωτική υπερηφάνια αισθάνθηκαν όλοι οι Έλληνες από την επιβεβαίωση της εξόδου της Ελλάδας στις αγορές για δανεισμό*. Κυβερνητικοί ιθύνοντες σηματοδοτούν το τέλος του μνημονίου και φιλοκυβερνητικοί κύκλοι βελάζουν πανηγυρίζοντας τις επιτυχίες των Αντώνη Σαμαρά, Βαγγέλη Βενιζέλο και Γιάννη Στουρνάρα. Φυσικά η επιτυχία είναι συλλογική: κυβέρνηση, κομματικά επιτελεία, ΜΜΕ, δυνάμεις ασφαλείας, γαλάζια και πράσινα παιδιά που έβαλαν πλάτες σε συνδικάτα και κομματικές νεολαίες. Τους αξίζει λοιπόν να μοιραστούν και τα 450 εκ. που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός από το πρωτογενές πλεόνασμα.

Ίσως σε ένα παράλληλο σύμπαν να έπρεπε όντωνς να πανηγυρίσουμε. Όχι όμως εδώ, όχι τώρα.

Ακόμα κι αν το μνημόνιο ήταν απλώς μια θεσμική δανειοδότηση με αντάλλαγμα τη λήψη συγκεκριμένων πολιτικών, δεν θα είχε τελειώσει. Από κύκλους της Γερμανίας και του ΔΝΤ ακούγονται ψίθυροι για χρηματοδοτικό κενό της Ελλάδας τη διετία 2014-16 ύψους 16 δισεκατομμυρίων. Αυτό φυσικά δεν μπορεί να καλυφθεί από τις αγορές, καθότι θα υπερδιογκώσει το δημόσιο χρέος. Επομένως αν αγαπήσατε την τρόικα, είστε πολύ τυχεροί γιατί δεν θα την αποχωριστείτε σύντομα. Αναμενόμενο είναι βέβαια σε αντάλλαγμα της νέας αυτής χρηματοδότησης να παρθούν νέα επώδυνα οικονομικά μέτρα. Μάλιστα οι πανηγυρικές ακροβασίες του Σαμαρά πιθανώς να σημάνουν μια τεράστια σπατάλη για τα ταμεία του κράτους, την ίδια στιγμή που για να βγει το πρωτογενές πλεόνασμα, αυτό αθέτησε πολλές από τις οικονομικές του υποχρεώσεις (φυσικά όχι στους δανειστές, θεός φυλάξοι!). Αυτό βεβαίως μόνο κακό δεν είναι για κάποιους, γιατί σημαίνει πως ενδεχόμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ μετά από καλοκαιρινές εκλογές θα είναι άφραγκη.

Το ακόμα χειρότερο βέβαια είναι ότι παγιώνεται η κατάσταση που οδήγησε στο μνημόνιο, κι ότι δεν δικαιολογείται καμία αισιοδοξία. Η χώρα είναι φορτωμένη με ένα τρισθεόρατο χρέος, αυτή τη φορά απέναντι στην ΕΕ και το ΔΝΤ και όχι σε ιδιώτες, έχοντας παραιτηθεί από κάθε δικαίωμα ασυλίας και με το μεγαλύτερο μέρος αυτού να μην υπάγεται στην αρμοδιότητα των ελληνικών δικαστηρίων. Η οικονομία είναι ρημαγμένη μετά από 5 συνεχή χρόνια ύφεσης. Η ανεργία αγγίζει το 30% και το 1/4 του πληθυσμού ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Μονιμοποιείται μια κατάσταση τριτοκοσμικοποίησης της ελληνικής οικονομίας κι επίτασης της κάθε μορφής εξάρτησής της από το εξωτερικό. Η ίδια η Μέρκελ δήλωσε ξεδιάντροπα πως οι νέοι της Ελλάδας πέρασαν δύσκολα κι ότι... θα συνεχίσουν να περνάνε δύσκολα. Είναι τουλάχιστον ειλικρινές, όταν τους περιμένει η ανεργία ή η μετανάστευση. Ακόμα λοιπόν κι αν βγαίναμε από το "μνημόνιο", η κατάσταση καθόλου δεν θα καλυτέρευε.

Σε αυτό το πλαίσιο αξίζει να δούμε ποιόν συμφέρει η έξοδος για δανεισμό στις αγορές, καθώς ο οικονομικός της αντίκτυπος στα ταμεία του κράτους είναι 750.000.000 επιπλέον έξοδα από τους τόκους του νέου δανείου (από 3 δις που θα δανειστούμε με το επιτόκιο στο 4,95%). Τα περί αναπτέρωσης της αξιοπιστίας είναι τρίχες κατσαρές. Όλοι οι σημαντικοί άρα και σοβαροί επενδυτές γνωρίζουν την κατάστση της χώρας και δεν τσιμπάνε από φτωχές κινήσεις εντυπωσιασμού.

Στην πραγματικότητα, ο μόνος που ευνοείται είναι η κυβέρνηση Σαμαρά που έχει να πλασάρει ένα θετικό μαντάτο για την Άνοιξη του 2014 και δη ενόψει των διπλών εκλογών που έρχονται. Κι αυτό συνδέεται με το ευρύτερο έλλειμμα οράματος της άρχουσας τάξης και των ιδεολογικοπολιτικών της συνοδοιπόρων (ακροδεξιά, κεντροδεξιά, κέντρο) άρα και  στην περίπτωσή μας: των λαγών της στον κυβερνητικό θώκο, τη Νέα Δημοκρατία και το Βενιζέλο.

Κάποτε λοιπόν είχε να προτάξει το όραμα της Ελλάδας των 2 ηπείρων και των 5 θαλασσών, έπειτα την ισχυρή ευρωπαϊκή Ελλάδα του ευρώ. Σήμερα τίποτα. Για την ακρίβεια ζούμε ακριβώς την τραγική διάψευση της υπόσχεσης ότι η ευρωπαϊκή πορεία θα σήμαινε ευημερία και ισχύ. Αντίστοιχα δεν υπάρχει ένα νέο σχέδιο-όραμα να ταχθεί στον ελληνικό λαό. Μόνο εκβιασμοί-εκφοβισμοί, ψίχουλα στα γαλάζια και πράσινα παιδιά και ... μηνιαία πυροτεχνήματα. Στην τελευταία κατηγορία εντάσσεται λοιπόν η επώδυνη αυτή έξοδος στις αγορές, πλάι στη σύλληψη των ηγετικών στελεχών της Χρυσής Αυγής, την προεδρεία της ΕΕ και το "πρωτογενές πλεόνασμα".

Απέναντι σε αυτήν την αφασία η μείζων αριστερά (ΚΚΕ-ΣΥΡΙΖΑ) διστάζει να αρθρώσει έναν πραγματικά ριζοσπαστικό επιθετικό λόγο. Ένα λόγο αποκάλυψης των αντιφάσεων της υφιστάμενης πολιτικής και των υποκειμένων που άμεσα ή έμμεσα την εξυπηρετούν κι εκφράζουν. Ένα λόγο που θα προτείνει ένα εναλλακτικό μεταβατικό πρόγραμμα για μια άλλη χώρα: οικονομικά, πολιτικά, κοινωνικά. Δίχως νταβατζήδες εντό κι εκτός συνόρων. Και αφού λοιπόν ο μεν ΣΥΡΙΖΑ αντ' αυτών τραβάει όλο και πιο δεξιά και το δε ΚΚΕ παλεύει να κρατήσει το μαγαζί περιμένοντας τη δευτέρα παρουσία της λαϊκής εξουσίας, ο κλήρος πέφτει στην εκτός κοινοβουλίου αριστερά και δη το Σχέδιο Β και την Ανταρσύα που πρέπει επιτέλους να αναλάβουν τις ευθύνες τους.


* Ανάδοχοι του επικειμένου δανείου σύμφωνα με δημοσιεύματα θα είναι οι εξής:
  • Bank of America Merill Lynch,
  • Goldman Sachs,
  • HSBC,
  • Deutsche Banκ,
  • JP Morgan και
  • Morgan Stanley
Τελικά οι περίφημες αγορές μήπως δεν είναι τόσο υπερβατικές ή απρόσωπες;
Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2014

Ή στραβός είναι ο γιαλός ή στραβά αρμενίζουμε ή αλλιώς τι θα πεί αριστερή, μετωπική λογική και ποιός άραγε την επιδιώκει;Των Δημήτρη Πλιακογιάννη και Δημήτρη Μανωλίδη

Το κείμενο αυτό πυροδοτήθηκε απο τους προβληματισμούς του συναδέλφου Γ. Πετρά (στο εξής ΓΠ) στο κείμενο “ΓΙΑ ΕΝΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΜΝΗΜΟΝΙΩΝ“ στην ιστοσελίδα της ΙΣΚΡΑ. Είναι αναγκαίο να σταθούμε στις σκέψεις του συντρόφου, γιατί αν μη τι άλλο αποτελεί εξαίρεση στη χαώδη και βαλτώδη κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ, ωστόσο ορισμένα ζητήματα πρέπει να ξεκαθαριστούν, όχι γιατί είναι κακό να έχει κανείς αυταπάτες, αλλα για να μην τις καλλιεργεί και γύρω του.

Δεν θα σταθούμε καθόλου στα κομμάτια συγκρότησης της Νεολαίας Σύριζα. Aν και θεωρουμε ότι η κουβέντα για την οικοδόμηση κινημάτων και μετώπων δεν μπορεί να ξεκινάει απο διακυρήξεις ελπιδοφόρων κομματικών συγκροτήσεων, ειδικά όταν το πρώτο κόμμα στην νεολαία μαζεύει 500 συνέδρους. Το τί ονομάζουμε πολιτική και υγιή διαδικασία του κινήματος και της αριστεράς είναι και αυτό ένα στοιχείο κοσμοαντίληψης, που δείχνει αν ενδιαφέρει η οικοδόμηση μαζικών χώρων και ζωντανών διαδικασιών ή περισσότερο μια τυπική εσάνς “ζύμωσης, δημοκρατίας, συμμετοχικότητας” και όλα τα ωραία. Ακόμα πιο προβληματική είναι η κατάσταση όταν έχουν προηγηθεί και 18 μήνες απραξίας στο χώρο της νεολαίας από την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε αξιωματική αντιπολίτευση. Αλλα δεν μένουμε εκεί. Προχωράμε στην πολιτική ουσία της κουβέντας.

Το βασικό σήμερα ζήτημα, που προβληματίζει την αριστερά, που διαισθητικά η νεολαία νιώθει με απογοήτευση, που δεν φαίνεται απο καμία πλευρά να υπάρχει απάντηση, είναι αναμφίβολα το ζήτημα της διεξόδου της χώρας απο την κρίση γύρω απο ένα σχέδιο που θα γκρεμίσει την ανεργία. Ένα ζήτημα που όλοι το σκέφτονται αλλα, μην έχοντας απάντηση, το θεωρούν έξω απο την ζωντανή κουβέντα της πραγματικότητας, έξω απο την μετανάστευση και το ξύλωμα δικαιωμάτων και μισθών, έξω απο την κουβέντα ανατροπής και άλλου δρόμου. Στην καλύτερη περίπτωση, χώνεται και αυτό το ζήτημα μαζί με άλλα 15 σε μια ανάλυση, πιο πολύ για να μην ξεχαστεί.

Αν είναι σήμερα σημαντικό να οικοδομηθεί μια πρόταση-απάντηση στο υπάρχον, πρέπει να δούμε τους όρους γένεσης της και το υποκείμενο που θα την εκφωνίσει. Ή πιο συγκεκριμένα, αν σήμερα χρειάζεται κίνημα, όπως παραδέχεται ο ΓΠ, ποιά δομή θα το οικοδομήσει, με ποιές αιχμές. Και πιο συγκεκριμένα ακόμα, μπορεί η οργάνωση της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ στις σχολές να οικοδομήσει πολιτικό κίνημα νεολαίας με βάση το σχέδιο του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα, στη βάση δηλαδή αφ' ενός της ιδεολογικοποίησης της εκλογικής αναμονής και αφ' ετέρου της αυτονομίας των κινημάτων;


Το σημαντικό, αυτό είναι το κίνημα νεολαίας που έχουμε στο κεφάλι και θέλουμε; Υπάρχει μια μεγάλη σύγχηση, και είναι και ιδεολογική: το μπέρδεμα των κινημάτων του επιμέρους (στην προκείμενη περίπτωση τα νεολαιίστικα) με κινήματα κεντρικής πολιτικής σύγκρουσης. Τα μεγάλα κινήματα νεολαίας, ιστορικά (Μάης του 68, το Πολυτεχνείο, Πολιτιστική Επανάσταση, αντιπολεμικά, αραβικές χώρες) έπαιξαν ρόλο διαφορετικό απο την συγκρότηση γύρω απο ένα κομματικό σχέδιο αναμονής. Μια τέτοια υποβαθμιστική συγκρότηση οδηγεί στο να αντιμετωπίζουμε το κίνημα ως ελεγχόμενο συνδικαλιστικό οργανισμό, με επιμέρους αιτήματα, που θα γυρνά γύρω απο τον πόλο μίας κομματική οργάνωσης , όπως φαίνεται απο το κείμενο του Γ.Π.

Η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν σήμερα έχει έλλειψη πολιτικής πρότασης. Τόσο ως προς το μέλλον της χώρας όσο και ως προς την φύση και τον χαρακτήρα ενος σύγχρονου κινήματος νεολαίας, που δεν θα γυρνά γύρω απο την οικοδόμηση ενός κομματικού χώρου. Η πρότασή της καταλήγει στο “ψηφίστε ΣΥΡΙΖΑ στις επόμενες εκλογές”, ενδίδοντας στον κυβερνητισμό του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, οι αναφορές της οποίας στο κίνημα, εξαντλούνται σε περιστασιακές διακηρυκτικές κορώνες. Ούτε κίνημα θέλει η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ. Ούτε πιστεύει στις δυνάμεις της νεολαίας και στην ιστορική της ευθύνη να είναι μπροστάρης στους λαϊκούς αγώνες. Και αυτό είναι ζήτημα βαθιά πολιτικό. Συνδέεται με την κεντρική πολιτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία ούτε ρήξη με τα βαρίδια που ταλανίζουν τον ελληνικό λαό προβλέπει, ούτε ουσιαστική κοινωνική ανατροπή επιδιώκει. Για την πρόταση που έχει χρειάζονται μόνο γραβατωμένα πολίτιακ κορεκτ στελέχη, τηλεοπτικός χρόνος και πολλές ψήφοι. Ούτε κινήματα, ούτε πραγματικά σχέδια .

(Η αναφορά μάλιστα στην Κύπρο είναι μεγάλο αυτογκολ, καθώς καταδεικνύει την αδιαλαξία των “εταίρων”. Κάτι που είναι λογικό όταν έχουν και το μαχαίρι και το καρπούζι)
Σήμερα, αμα θέλουμε να μιλάμε για κίνημα νεολαίας, ως προς το ΠΟΙΟΣ θα πάρει την πρωτοβουλία να χτιστεί, είναι απαραίτητο να μιλήσουμε για την οικοδόμηση ενός μετώπου νεολαίας, που δεν θα έχει ως κεντρικό στόχο την αμυντική υπεράσπιση ενάντια στην μνημονιακή χιονοστιβάδα, αλλά την επιθετική αντίσταση και συγκρότηση κομματιών του κόσμου πάνω στην αποκάλυψη ενός άλλους δρόμου της χώρας έξω απο τα δεσμά του χρέους και της ευρωζώνης, σε ανοιχτή ρήξη και αναθεώρηση ολόκληρου του ευρωπαικού ιμπεριαλιστικού κεκτημένου στη χώρα.

Η κουβέντα ,όμως, αυτή δεν είναι κουβέντα θέσεων μέσα απο κείμενα, αλλα κρίνεται στην καθημερινή ζωή και την προετοιμασία. Όταν μιλάς για κίνημα και ο ίδιος θέτεις ζήτημα εκλογών και νομοθετικής εξουσίας, έχεις ήδη χάσει το νόημα. Το ζήτημα είναι, πού προετοίμασε ο ΣΥΡΙΖΑ μια ρήξη της χώρας με την ΕΕ και τους δανειστές, πού έπεισε για την διαγραφη του χρέους, την οποία διέγραψε παρεπιπτόντως ακόμη και απο τις θέσεις του, πού συγκρότησε κινηματική πολιτική, όταν όλη η κουβέντα γυρνά γύρω απο την συγκρότηση και τα εσωτερικά ενός πολιτικού χώρου.

Έχουμε, λοιπόν, μπλέξει τις έννοιες: δεν μπορείς να μιλάς για κίνημα φιλολαϊκής ανατροπής, αμα δεν παλεύεται καθημερινά μια αριστερή και μετωπική πολιτική πρόταση στη νεολαία και δη στις σχολές.

Αριστερή, γιατί δεν θα προπαγανδίζεται με όρους αστικής πολιτικής, με όρους φιλελεύθερης αυτονομίας, με όρους διαδρομισμού αλλά θα κάνει πολιτική και θα ανοίγει κουβέντες γύρω απο το αναγκαίο σε μαζικά ακροατήρια, θα μπλέκει κόσμο που θέλει να ασχοληθεί στην δράση, θα δέχεται και θα συζητά απόψεις και φωνές.

Μετωπική, γιατί σήμερα κανείς μόνος του δεν μπορεί, και η συμμετοχή 500 ατόμων στο συνέδριο της νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ το αποδεικνύει. Σήμερα, είναι αναγκαίο, πάνω σε πέντε βασικά στοιχεία, να συμφωνήσουν οι πολιτικές δυνάμεις και να πάρουν μία κοινή πολιτική πρωτοβουλία αρχικά στις σχολές, όπου και συσσωρεύονται περισσότεροι (υποκειμενικοί) όροι για μια τέτοια πρωτοβουλια. Και σήμερα, η πρωτοβουλία αυτή δεν μπορεί να είναι άλλη απο την οικοδόμηση ενός Αριστερού Μετώπου Νεολαίας, που θα παλέψει για την αποκάλυψη ενος δρόμου, έξω απο τα δεσμά της εξάρτησης, για μια χώρα της δουλειάς και της παραγωγής. Δεν αρκεί πλέον απλά η “κοινή δράση”, δεν φτάνει μόνο η υπεράσπιση των εκπαιδευτικών κεκτημένων.

Χρειάζεται την νεολαία να την ενεργοποιήσουν οι πολιτικές δυνάμεις με ένα σχέδιο επιθετικής πολιτικής κινηματικής ανατροπής, με την πρωτοβουλία οικοδόμησης ενός χώρου σύνθεσης, ενιαιότητας, υπέρβασης των παλιών σχημάτων. Ενός χώρου που θα ζυμώνει και θα επιχειρηματολογεί για την ανάγκη και τη δυνατότητα ενός μεταβατικού προγράμματος διεξόδου από την κρίση, ενάντια στην αντίληψη της συνθηματολογίας και της γενικολογίας. Ένα τέτοιο μέτωπο θα αποδείκνυε την χρησιμότητα της αριστεράς, θα έδειχνε ότι τα πράγματα στην αριστερά μπορούν να αλλάξουν για την υπηρεσία του νεολαιίστικου και του λαϊκού κινήματος.

Ένα τέτοιο μέτωπο, με κέντρο τις δυνάμεις της νεολαίας της αριστεράς, που θα ανοιχτεί σε όλα τα στρώμματα της νεολαίας, απο τον μαθητή μέχρι τον 30αρη άνεργο, και θα αναδείξει ότι δεν υπάρχει αυτονομία κινημάτων και αστικά φληναφήματα, αλλά η κοινή ανάγκη ρήξης, ανατροπής και αγώνα. Στα λόγια, όλοι καλοί είμαστε, αλλά στην πράξη, ποιός παλεύει και ζυμώνει μια μετωπική πολιτική σήμερα στις δυνάμεις της νεολαίας; Αυτά δυστυχώς δεν τα επιδιώκει και δεν τα κάνει η νεολαία του μεγαλύτερου αριστερού κόμματους της χώρας. Αντίθετα, με θλίψη την παρατηρούμε να έχει κλειστεί στην κομματική εσωστρέφεια και τον παλαιάς κοπής συνδικαλισμό, αντί κάθε μέρα να ζυμώνει, να παλεύει, να αντιπαρατίθενται με την υπέρβαση του μαγαζακισμού, του μεσσιανισμού και της ανάθεσης;

Άρα, παραμένει η απορία: παλεύει σήμερα καθημερινά όντως η Νεολαία Σύριζα , μέσα απο τους συνδικαλιστικούς και μη μηχανισμούς της, μια μετωπική και αριστερή πρόταση για την νεολαία; Ή μήπως καλλιεργεί την αναμονή των εκλογών και την ανάθεση στους...500;

Άμα θέλουμε κίνημα νεολαίας, πρέπει να οικοδομήσουμε ένα μέτωπο νεολαίας που θα συγκινεί, θα δίνει λύσεις, θα απαντά με ειλικρίνεια στο τώρα. Η απάντηση στην ανεργία και την μετανάστευση, που φέρνει το ευρώ, το μνημονιακό πλαίσιο και η χρεοκρατία, είναι βασικοί άξονες απάντησης, και όχι η αυτοδιαχείριση καφενείων, ο αντισεξισμός και η κενή αντιμνημονιακή ρητορεία, χωρίς αποκάλυψη, χωρίς ρότα, χωρίς σχέδιο, χωρίς μέτωπα. Άρα, βασικά, η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβίζεται σήμερα στα αδιέξοδα τα κεντρικά του ΣΥΡΙΖΑ, που συνεχώς διολισθαίνει σε ένα μόρφωμα που ούτε βασικές αρχές της σοσιαλδημοκρατίας δεν κρατά. Και όμως, ο Σαμαράς το είπε : “ Το 2014 το μνημόνιο τελειώνει, εσείς τι θα λέτε”; Η απάντηση σε αυτό ποιά είναι; Ο πάτος στο βαρέλι με ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς;

* Οι γράφοντες είναι φοιτητές της Νομικής Σχολής Θεσσαλονίκης και μέλη της πολιτικής οργάνωσης Παρέμβαση.
Σάββατο 28 Σεπτεμβρίου 2013

Διαλεκτική νόμου και βίας: διαχρονικές σχέσεις πάθους;



Από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ και τον Χέγκελ και από την Αντιγόνη του Σοφοκλή μέχρι τους Άθλιους του Βίκτωρος Ουγκώ, διαχρονικά, το ζήτημα της φύσης του νόμου έχει ταλανίσει αμέτρητα μυαλά και πνεύματα.
Πράγματι ο νόμος, με τη γενική κι αφηρημένη έννοια, συχνά παρουσιάζεται ως κάτι το υπερβατικό. Κάτι ανώτερο απ’ τον άνθρωπο, κάτι που τον ξεπερνά και τον καθορίζει. Αυτός ο φετιχισμός συμβαίνει αυτόματα ή απλά επιδιώκεται από ορισμένους;

Η αναζήτηση ενός ορισμού για το νόμο λογικά ξεκινάει από τη νομική επιστήμη: το σύνολο κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν με εξαναγκαστική δύναμη την κοινωνική συμβίωση. Ωστόσο ο Μανωλεδάκης σωστά σημειώνει ότι η κοινωνιολογία είναι αυτή που θα δώσει τον ορθότερο ορισμό γιατί ο νομικός βλέποντας το δίκαιο μέσα από το δικαιικό σύστημα, ενταγμένος σε αυτό, «ταυτιζόμενος» μερικώς μαζί του και υπηρετώντας το, δεν μπορεί να παραδεχτεί την πραγματική φύση του: δίκαιο είναι λοιπόν η έλλογη, ρυθμισμένη ανθρώπινη βία μέσα στον κοινωνικό χώρο. Σαφέστατα οι λέξεις δεν είναι τυχαίες. Ενώ ο νομικός ορισμός δίνει προτεραιότητα στο κανονιστικό χαρακτήρα του δικαίου, ο κοινωνιολογικός αποκαλύπτει την πραγματική του φύση και αξιολογεί το ρυθμιστικό και κανονιστικό του χαρακτήρα ως απλούς τρόπους με τους οποίους αυτή εκδηλώνεται.

Άλλο λοιπόν μια ρύθμιση εξαναγκαστική κι άλλο ένας ρυθμισμένος εξαναγκασμός. Στην πρώτη περίπτωση το δίκαιο επιδιώκει να ρυθμίσει, κι εξαναγκάζει προς αυτό το σκοπό ενώ στη δεύτερη επιδιώκει να εξαναγκάσει, ρυθμίζοντας τον τρόπο που θα γίνει αυτό αποτελεσματικότερα.

Βία και δίκαιο λοιπόν συνδέονται πιο άρρηκτα απ’ όσο φανταζόμαστε. Γιατί βία δεν είναι μόνον η κύρωση σε περίπτωση παράβασης του κανόνα. Είναι ολόκληρη η ρύθμιση της κοινωνικής ζωής (κάτι που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και οργανωτική βία) στο βαθμό που αναγνωρίζεται ως βία κάθε μεταβολή ή απόπειρα μεταβολής μιας ορισμένης φυσικής κατάστασης ή τάσης. Στη βάση του παραπάνω ορισμού βλέπουμε τη βία να διατρέχει κάθε πτυχή της ζωής και της ιστορίας στο βαθμό που τίποτα δεν μένει στάσιμο αλλά όλα κινούνται, όλα εξελίσσονται: ο τρόπος που συμβαίνει αυτή η συνεχής κίνηση κι εξέλιξη είναι η βία ως προϊόν σύγκρουσης. Σύγκρουση των λιθοσφαιρικών πλακών για τη μορφή της επιφάνειας της γης, σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων για το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων κλπ.

Το ζήτημα λοιπόν των σχέσεων του νόμου με τη βία που τίθεται στον τίτλο είναι εν μέρει παραπλανητικό. Νόμος και βία δεν είναι δύο αντιπαραθετικά μεγέθη, όπως συχνά παρουσιάζεται σήμερα. Νόμιμη βία και παράνομη βία ξεχωρίζουν μόνο από το υποκείμενο που η καθεμία εκπορεύεται και το σκοπό στον οποίον απολήγει. Όχι επειδή αναπροσαρμόζονται οι νόμοι κατ’ ατομική δράση, αλλά επειδή οι νομικοί σκοποί είναι πολύ συγκεκριμένοι εκ των προτέρων.

Είναι λοιπόν το δίκαιο μια έλλογη βία κι εντάσσεται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε κοινωνική βία και να το συνδέσουμε με το χαρακτήρα των κοινωνικών σχέσεων, δηλαδή τις σχέσεις που διέπουν τα άτομα και τις ομάδες μιας ορισμένης κοινωνίας. Πράγματι είναι κοινή αποδοχή πως υπάρχουν διαφορετικές ομάδες συμφερόντων σε κάθε κοινωνία κι ότι επίδικο της διαμάχης τους είναι το εκάστοτε παραγόμενο κοινωνικό πλεόνασμα.

Το δίκαιο είναι μια προσπάθεια να επιβάλλει την εξουσία της η μία ομάδα στην άλλη στο πλαίσιο των ανταγωνιστικών τους σχέσεων. Η επικράτηση σε αυτόν τον ανταγωνισμό χρειάζεται άσκηση αλλιώς θα ανατραπεί από την υποταγμένη δύναμη. Από εκεί προκύπτει η πολιτική εξουσία. Η άσκηση της εξουσίας χρειάζεται με τη σειρά της οργάνωση σε βάση μονιμότητας, κάτι που όπως τονίζει ο Μανωλεδάκης μεταφράζεται με ρύθμιση της εξουσιαστικής σχέσης. Αυτό λοιπόν είναι το δίκαιο. Βεβαίως καθώς το δίκαιο πρέπει να έχει μια ορισμένη αποδοχή αλλά και επειδή παίρνει τα χαρακτηριστικά της λογικής και της ιδεολογίας των ανθρώπων της εποχής του υπάρχει μια συνάφεια ανάμεσα σε αυτό που αποκαλούμε φυσικό δίκαιο, στη συνείδηση δικαίου και στους κανόνες δικαίου. Το ότι εγγίζει όμως άλλοτε περισσότερο κι άλλοτε λιγότερο την ηθική, δεν αναιρεί το χαρακτήρα επιβολής του παρά είναι ακόμα μια τροπικότητά του όπως και ο ρυθμιστικός του χαρακτήρας.

Αυτές οι σκέψεις μπορούν να προκύψουν πέρα από ιστορικά, και λογικά. Ο νόμος οριοθετεί συμπεριφορές. Προς τα πού τις οριοθετεί όμως; Όχι προς γενικές κι αόριστες κατευθύνσεις παρά προς ορισμένες κάθε φορά κοινωνικές φόρμες. Η κανονικότητα στην οποία παραπέμπει ο νόμος είναι εκείνη που διαμορφώνεται από τις κοινωνικές σχέσεις.
Το πώς ο νόμος επιβάλλει σήμερα, αυτό που λέμε, το δίκαιο του ισχυρού έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Το επιτυγχάνει γενικά με τέσσερεις τρόπους
- δια της έκδηλης ή κεκαλυμμένης εξασφάλισης της άμεσης ικανοποίησης και προστασίας των συμφερόντων των ομάδων εκείνων της κοινωνίας, υπέρ των οποίων είναι οι κοινωνικοί συσχετισμοί και σχέσεις

- δια της ρύθμισης ορισμένων θεμάτων που απαιτούν μια στοιχειώδη πρόβλεψη εξυπηρετώντας την κοινωνική ομαλότητα (πχ ΚΟΚ)

- δια της εξασφάλισης ορισμένων αγαθών σε όλα ή έστω στα περισσότερα μέλη της κοινωνίας προκειμένου αυτά να μην αισθάνονται έντονα το αίσθημα της κοινωνικής αδικίας. Πρόκειται για αυτό που ονομάζω "ονομαστικά δικαιώματα". Και χαρακτηρίζονται (ίσως και καταχρηστικά) έτσι τα παραπάνω δικαιώματα για να περιγραφεί το γεγονός πως ακόμα κι αν όλοι έχουν ένα δικαίωμα πχ το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, η αξία του δεν είναι η ίδια γιατί διαφέρει το ατομικό και κοινωνικό πλαίσιο που περιβάλλει τον καθένα. Για παράδειγμα, σε διαφορετικό βαθμό εξυπηρετεί η προστασία της ιδιοκτησίας έναν πλούσιο και σε διαφορετικό έναν φτωχό: ο πρώτος έχει πολλά περισσότερα να χάσει και ως εκ τούτου περισσότερους λόγους να προστατεύσει την περιουσία του.

- Ο τελευταίος τρόπος είναι όμως ο πιο ενδιαφέρων. Όλοι έχουμε δει ταινίες όπως το Dirty Harry του Clint Eastwood, όπου ο «καλός» αστυνομικός αναγκάζεται να παρανομήσει προκειμένου να επιβάλλει τη νομιμότητα. Πράγματι παρά το γεγονός πως ο νόμος λειτουργεί μεροληπτικά, πώς εξηγείται το ότι κάποιοι, ακόμα κι όταν ανήκουν στους ευνοημένους του, εξακολουθούν να παρανομούν;

Όταν ένα φορολογικό σύστημα είναι ήδη τόσο μεροληπτικό για ποιο λόγο να φοροδιαφεύγουν οι πλούσιοι; Όταν μπορείς να βγάλεις χρήματα με νόμιμες μπίζνες γιατί παράλληλα να πρέπει να αναμιγνύεσαι με βρώμικους τομείς όπως το μπραβιλίκι ή και ακόμα χειρότερα τα ναρκωτικά, τα όπλα και το τράφικιγκ; Η απάντηση νομίζω πως είναι κατ’ αρχήν απλή: γιατί μπορούν. Όταν έχεις τα μέσα να επιβάλλεις πολιτικές και νόμους οργανωμένα (πχ μέσω ΣΕΒ) ή ατομικά, τότε ποιος θα σε εμποδίσει να παρανομήσεις κιόλας;

Η πολύ απλοϊκή αυτή απάντηση είναι όμως ελλιπής και το συνεπές θα ήταν να την εντάξουμε στην εξής πρόταση: όχι μόνο «γιατί μπορούν» αλλά και γιατί πρέπει. Όπως τόνιζε ο Ζακ Λακάν πάντα διαφεύγει κάτι από τη συμβολοποίηση, την ένταξη στο συμβολικό σύμπαν (ένα ας πούμε ρυθμισμένο από κανόνες κοινωνικό μωσαϊκό), και στην περίπτωσή μας, τη συμβολοποίηση του νόμου. Αυτό ονομάζεται «πραγματικό» (το οποίο δεν πρέπει να ταυτίζεται με την έννοια της πραγματικότητας). Ο άνθρωπος λοιπόν είναι ανίκανος να προβλέψει τα πάντα με κανόνες και να ρυθμίσει ολόκληρη την κοινωνική ζωή με τον τρόπο που θέλει. Επομένως η νομιμότητα κι ως εκ τούτου η κοινωνική σκοπιμότητα που αυτή εξυπηρετεί, προκειμένου να διατηρηθεί, χρειάζεται ένα παράνομο, «αισχρό» όπως το χαρακτηρίζει ο Ζίζεκ, υπόστρωμα. Ένα υποστύλωμα. Αυτό το στοιχείο γίνεται έντονο στον κινηματογράφο (βλ. το παράδειγμα με τον
Dirty Harry) αλλά σίγουρα φαίνεται και από την πραγματική ζωή. Δυστυχώς δε σήμερα, η ελληνική κοινωνία το βιώνει συχνότερα απ’ όσο θα θελε: όταν οι κυβερνήσεις προκειμένου να διατηρήσουν «την τάξη» καταπατούν απροκάλυπτα, τους μόνους κανόνες στους οποίους «ιεραρχικά» υπάγονται, τους συνταγματικούς.

Αυτό όμως προδίδει και κάτι ακόμα: επαληθεύει αυτά που ελέχθησαν παραπάνω, ότι δηλαδή ο νόμος όχι μόνο υπηρετεί κατά κανόνα και πρώτιστα πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα αλλά και πως δεν μπορεί, αν τυχόν το «θελήσει», να τα υπερβεί. Κάτι τέτοιο γίνεται εμφανές από τις αποτυχημένες προσπάθειες χαλιναγώγησης των κεφαλαίων από τα κράτη. Όποιο κράτος προσπάθησε να επιβαρύνει τους πλουσίους, αυτοί πολλοί απλά «πήγαιναν» αλλού τα λεφτά τους ή πετύχαιναν την αλλαγή της πολιτικής εξουσίας με «ημέτερους». Βιομήχανοι που έκριναν πως δεν τους συνέφερε η ελληνική νομοθεσία, για παράδειγμα, μετακόμιζαν με μεγάλη ευκολία στη Βουλγαρία. Εφοπλιστές που απειλούνταν με μια μηδαμινή φορολόγηση (σε σχέση με τη μηδενική που είναι σήμερα) απείλησαν πως θα αλλάξουν σημαία στα πλοία τους. Εταιρίες που απειλούνταν από τον Αλιέντε στη Χιλή ανέβασαν τον Πινοσέτ. Όλα αυτά προδίδουν τη θέση της κάθε έννοιας στο πάζλ της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο νόμος είναι πλήρως εργαλειοποιημένος, είναι υπηρέτης του στάτους κβο, και δεν μπορεί διαφορετικά.

Η έννομη τάξη διατρανώνει πως επιδιώκει την κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα και δεν έχει άδικο. Με βάση όμως τα παραπάνω συμπεραίνεται πως η κοινωνική ειρήνη και ομαλότητα που επιδιώκεται από τη νομοθετική ρύθμιση δεν είναι κάτι ουδέτερο, παρά η διατήρηση των κοινωνικών συσχετισμών όπως αυτοί σχηματίστηκαν από την τελευταία κοινωνική ένταση. Όπως για παράδειγμα είναι οι διατάξεις μια σύμβασης συνθηκολόγησης ανάμεσα στη νικήτρια και την ηττημένη χώρα.
Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

Για μια νέα σοσιαλδημοκρατία;

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οι καιροί είναι δύσκολοι και ο χρόνος κυλάει γρήγορα και πιεστικά. Μια χώρα, μια κοινωνία ολόκληρη αργοπεθαίνει. Και όσο καθυστερούμε να λάβουμε ριζικές αποφάσεις, να προχωρήσουμε σε τομές και να κόψουμε γόρδιους δεσμούς το πρόβλημα γιγαντώνεται και ιστορικές ευκαιρίες σπαταλώνται.

Επ αφορμή των συζητήσεων που γίνονται για μια νέα κεντροαριστερά, για ένα σοσιαλδημοκρατικό μέτωπο από περσόνες και αποτυχημένους υπουργούς, και σε συνδυασμό με τη συγκεκριμένη οπτική περί του προβλήματος της χώρας ακολουθεί η συγκεκριμένη ανάλυση. Κάποια πράγματα στη ζωή είναι σίγουρα. Ο ήλιος θα δύσει, ο κεραυνός θα ακολουθήσει την αστραπή και η κυβέρνηση θα φέρει νέα μέτρα. Πέρα απ' αυτά όμως εξίσου σίγουρο είναι πως η σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί να αποτελέσει σε καμία περίπτωση τη λύση στα σημερινά προβλήματα και την απάντηση στις ανάγκες των καιρών.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Η σοσιαλδημοκρατία γνώρισε 4 ιστορικά στάδια:
α) το σοσιαλιστικό,
β) το ανανεωτικό,
γ) το μεταπολεμικό/ηγεμονικό και
δ) το σημερινό/παρακμιακό.

Κατά το σοσιαλιστικό, σοσιαλδημοκρατικά λέγονταν τα κόμματα που ενώ παράλληλα συμμετείχαν κανονικά στην πολιτική και συνδικαλιστική ζωή στόχο είχαν την επαναστατική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Εν συνεχεία και με αφορμή τη στάση απέναντι στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, διαχωρίστηκαν τα κομμουνιστικά κόμματα, από τα σοσιαλδημοκρατικά τα οποία πλέον υποστήριζαν μια ειρηνική/κοινοβουλευτική μετάβαση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία. Με το πέρας του Β' παγκοσμίου πολέμου, η σοσιαλδημοκρατία αναδείχθηκε σε κυρίαρχη τάση στη δυτική σκηνή όταν η οικονομική της έκφανση, ο κεϋνσιανισμός ήταν η βασική οικονομική θεώρηση σε Αμερική και Ευρώπη. Χαρακτηριστικό είναι ότι αποτελώντας μία συνολική στρατηγική του δυτικού κόσμου, ανάγκασε ακόμα και συντηρητικούς ηγέτες (βλ Νίξον) και σχηματισμούς να την ακολουθήσουν, τουλάχιστον ως προς την οικονομική της έκφανση, τον κεϋνσιανισμό. Μετά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μπλοκ η σοσιαλδημοκρατία επανεμφανίστηκε τη δεκαετία του 1990 σε ΗΠΑ και Αγγλία και μετά το 2000 σε Ευρώπη, έχοντας όμως "υποστεί" έναν ριζικό "εκσυγχρονισμό" και απωλέσει στην πραγματικότητα την κεϋνσιανή ατζέντα, διατηρώντας μονάχα την ανοιχτή της στάση σε κοινωνικά ζητήματα όπως τη σχέση με τη θρησκεία, την ομοφυλοφιλία και το έθνος. Αυτή η ουσιαστική παράδοση στο νεοφιλελευθερισμό οφείλεται όχι τόσο σε ένα μαζικό ξεπούλημα, αλλά κατά κύριο λόγο στην εξέλιξη που ονομάζεται παγκοσμιοποίηση, και πιο συγκεκριμένα ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων. Στο βαθμό που τα κεφάλαια δεν γνωρίζουν χωροχρονικά όρια, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να διαπραγματευτούν μαζί τους, όπως έκαναν κάποτε. Αυτό απέδειξαν κυρίως οι εμπειρίες της δεκαετίας του 80 με πιο τρανταχτή την περίπτωση της γαλλικής κυβέρνησης Μιτεράν.

Το πρώτο στάδιο πρέπει να ενταχθεί περισσότερo στην ιστορία γενικά των εργατικών κομμάτων ενώ μόνο τα τρία επόμενα αποτελούν ουσιαστικά αυτό που λέμε σοσιαλδημοκρατία καθώς παρουσιάζουν μία συνοχή και συνέχεια από άποψη θέσεων και τοποθετήσεων (για την οικονομία αλλά και για τα κοινωνικά ζητήματα). Αυτή η διάκριση είναι αναγκαία αφ' ενός λόγω της κατά τόπους ιδεολογικής ανομοιογένειας και του διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης των διαφόρων χωρών κυρίως κατά το πρώτο στάδιο και αφ' ετέρου λόγω της διακεκηρυγμένης ρεφορμιστικής στροφής που χαρακτήρισε το δεύτερο στάδιο.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ-ΚΡΙΤΙΚΗ
Τη σοσιαλδημοκρατία τη διακρίνουν τρία βασικά χαρακτηριστικά :
α) πίστη στους αστικούς θεσμούς (κοινοβούλιο, δικαστήρια, νόμους),
β) μερική κρατική παρέμβαση στην οικονομία και
γ) πίστη στα ατομικά δικαιώματα.
(Η λέξη πίστη δεν είναι τυχαίο που επιλέχθηκε έναντι άλλων όπως σεβασμός ή υποστήριξη)

Η σοσιαλδημοκρατία αντιλαμβάνεται το αστικό κράτος ως διαμεσολαβητή στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, δηλαδή των συγκρουόμενων συμφερόντων των κοινωνικών ομάδων, ο οποίος πρέπει να προωθεί έναν συμβιβασμό που θα ικανοποιεί το δυνατόν περισσότερο και τα δύο μέρη. Τους υπάρχοντες κρατικούς θεσμούς τους διατηρεί προσπαθώντας να αλλάξει όχι τους ίδιους αλλά τα χαρακτηριστικά κι ως εκ τούτου το έργο τους, λησμονώντας όμως έτσι την ουσία τους. Καθόλου τυχαίες όμως δεν είναι οι συνθήκες στο πλαίσιο των οποίων δημιουργήθηκαν και οι ανάγκες για την εξυπηρέτηση των οποίων δημιουργήθηκαν. Αυτά είναι που καθορίζουν την ουσία ενός θεσμού. Αλλάζοντάς του ρούχα, ο θεσμός είτε δεν θα μπορεί να λειτουργήσει, είτε στην πραγματικότητα θα επιτελεί το ρόλο που και πρότερα επιτελούσε. Ένα κοινοβούλιο λοιπόν στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας ακόμα κι αν πάρει τις πιο ριζοσπαστικές πολιτικές αποφάσεις, είτε δεν θα εφαρμοστούν είτε θα αποτύχουν, αν δεν συνδυαστούν με ριζοσπαστικές τομές σε επίπεδο οικονομίας, πολιτείας και κοινωνίας. Τέτοιες όμως τομές δεν πρόκειται να γίνουν από τη σοσιαλδημοκρατία λόγω της φύσης της που διακρίνεται από μετριοπάθεια και άρνηση για οποιαδήποτε ριζική αλλαγή.

Αρνείται δε τη σημαντικότερη αλλαγή που είναι η οικονομική-παραγωγική: η κοινωνικοποίηση των μέσων που παράγουν τον πλούτο και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας αγνοώντας έτσι πως μόνο με αυτόν τον τρόπο θα επέλθει η ισότητα, η ελευθερία και η δικαιοσύνη που τόσο προκλητικά διατρανώνουν πως επιδιώκουν. Αντ' αυτού με τα ημίμετρα που ονομάζουν μεταρρυθμίσεις σε fancy
Ολάντ, Θαπατέρο, Παπανδρέου και Σόκρατες κλήθηκαν να
διαχειριστούν την οικονομική κατάσταση των χωρών τους
δίχως ίχνος θετικού αποτελέσματος.
συνέδρια με διαδραστικούς πίνακες, εκόντες ακόντες, οι σοσιαλδημοκράτες υποστηρίζουν τη σημερινή κατάσταση. Ημίμετρα ανίκανα να αντιμετωπισουν τις κυκλικές κρίσεις του συστήματος, με περίτρανες αποδείξεις την περίπτωση της κρίσης του 70 που γονάτισε τη σοσιαλδημοκρατική διαχείριση και οδήγησε στην ανάδειξη του νεοφιλελευθερισμού και την κρίση του 2008 που κλήθηκαν να διαχειριστούν οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες. Και για όσους ισχυρίζονται πως η κρίση του 30 αντιμετωπίστηκε χάρις σε πολιτικές τύπου New deal, ας κοιτάξει στους τότε δείκτες που ανέκαμψαν ΜΟΝΟ μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο.

Κι ενώ λοιπόν η σοσιαλδημοκρατική παρουσιάζεται ως η πλέον ρεαλιστική θέση, στην πραγματικότητα είναι η ουτοπικότερη όλων, καθώς επιζητά ορισμένες αλλαγές με μέσα που αντικειμενικά και αποδεδειγμένα δεν μπορούν να τις επιφέρουν. Σε εποχές που ο σοσιαλισμός ήταν της μόδας, δεν το παραδέχονταν και επέμεναν σε αυτήν την ασυνέπεια, είτε εξαπατώντας είτε εθελοτυφλώντας.  Σήμερα που ο ρεαλισμός και η realpolitik είναι της μοδός και επισημαίνοντας αυτήν την απροσφορότητα των μέσων τους οι σοσιαλδημοκράτες κάνουν το εξής εξαιρετικό: αντί να αναπροσαρμόσουν τα μέσα, μετριάζουν τους σκοπούς τους. Αυτό δε, γίνεται ακόμα πιο έντονο σε
καιρούς κρίσης, που κανένας δεν χαρίζεται σε κανέναν, αλλά και σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και ευελιξίας των κεφαλαίων. Έτσι λοιπόν καταλήγουν να ταυτίζονται με τους ιστορικούς πολιτικούς τους αντιπάλους (τους συντηρητικούς και τους νεοφιλελευθέρους) στα ουσιώδη οικονομικά ζητήματα, στηρίζοντας τη διαφορετικότητά τους σε κοινωνικά ζητήματα ή σε επουσιώδη οικονομικά. Συναπαρτίζουν λοιπόν αυτό που ο Ταρίκ Άλι αποκάλεσε "ακραίο κέντρο". Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά υιοθετούν την ίδια ατζέντα, κάτι που το βιώνει ολόκληρη η Ευρώπη, κι έχει οδηγήσει πολύ κόσμο σε πλείστες απογοητεύσεις.

Η μόνη πλέον ρεαλιστική πολιτική, στο βαθμό που στόχος της θέλει να είναι η υπεράσπιση καθολικά των ανθρωπίνων αναγκών είναι η συνεπής αντισυστημική/αντικαπιταλιστική. Δεν είναι ζήτημα φετιχισμών ή κολλημάτων, παρά πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα σύστημα, μια φόρμα οργάνωσης της κοινωνικής ζωής η οποία εκ φύσεως γεννάει την ανισότητα και την ανελευθερία και εδράζεται στην εκμετάλλευση και την αδικία. Κι αν κάποιος αμφιβάλλει γι' αυτά ας κοιτάξει τί συμβαίνει γύρω στον κόσμο μας. Πόσοι θάνατοι, πόση μιζέρια και γιατί; Όχι γιατί δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν, αλλά γιατί δεν θέλουμε να τα αντιμετωπίσουμε. Δεν θέλουμε γιατί παράγουν κέρδος. Αυτό λοιπόν το οικοδόμημα δεν συγυρίζεται, απλώς ξεπερνιέται. Ξεπερνιέται όπως έγινε και με τα προηγούμενα. Πόσο ανιστόρητη δείχνει άραγε η γνώμη που θέλει τον κόσμο να μην αλλάζει; Κι όμως πάμπολλοι σοβαροφανείς μορφωμένοι το ισχυρίζονται, αφ' ενός λησμονώντας ότι πριν το κεφαλαιοκρατικό υπήρχαν άλλα συστήματα οργάνωσης (βλ δουλοκτητικό, φεουδαρχία κλπ) κι αφ' ετέρου κλείνοντας τα μάτια απέναντι στις δυνατότητες που ξανοίγονται στο σήμερα.

Διατρανώνουν την ανάγκη για μια νέα σοσιαλδημοκρατία, που θα λύσει τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα του σήμερα και θα αντικαταστήσει το σάπιο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Ας κοιτάξουν στο ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ για να την αναζητήσουν, γιατί ακόμα κι αν δεν ζητάνε αυτό, η λογική συνέπεια των θέσεών τους σε τέτοια κατάντια οδηγεί. Αυτό που επαγγέλλονται ως νέο έχει δοκιμαστεί και έχει αποτύχει. Αξίζει λοιπόν να ασχοληθούμε παραπάνω μαζί του;
Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα
Από το Blogger.

Θεματικές:

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________