Τετάρτη 21 Μαρτίου 2012

Μανιφέστο

του Δημήτρη Μανωλίδη

Εισαγωγή

Όσον αφορά την ανοικοδόμηση της Ελλάδας μέσα από τα ερείπια της, αυτή θα πρέπει να γίνει –νομίζω πως όλοι συμφωνούμε σε αυτό- στη βάση της κοινής αποδοχής ότι η πολιτική που ακολουθείται είναι λανθασμένη, πως όχι μόνο δεν βελτιώνει την κατάσταση της χώρας αλλά κι ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων κι ατόμων, εντός κι εκτός Ελλάδος, καθώς κι ότι το δημόσιο χρέος (η ύπαρξη και η αντιμετώπιση του οποίου αποτελεί τον πυρήνα της προαναφερθείσας πολιτικής) είναι άδικο και μη πληρωτέο, ως προϊόν διαφθοράς, ως προκληθέν από ληστρικούς όρους κι επιτόκια, κι ως αφιερωμένο από το εκάστοτε κυβερνητικό προσωπικό όχι στην ανάπτυξη και την ευημερία του ελληνικού λαού παρά σε προσωπικά έξοδα, χορηγίες σε «κουμπάρους» και «ημέτερους», διευκολύνσεις στην εγχώρια άρχουσα κοινωνικοοικονομική τάξη, διορισμούς και άλλα «ρουσφετολογικά» προϊόντα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας η κρίση υπήρξε πολύτιμη γιατί μας ξύπνησε από τη νάρκη στην οποία βρισκόμασταν. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει γύρω τους. Από τις δομικές αντιφάσεις του καπιταλισμού, το επιβλαβές για αυτούς έργο των τραπεζών και των πολυεθνικών, τις εγγενείς αντιφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις σκοπιμότητες που κρύβει η ευρωζώνη, μέχρι το τίνος συμφέροντα εξυπηρετούσε στην πραγματικότητα σημαντική μερίδα του πολιτικού μας προσωπικού καθώς και άλλοι πολλοί που είχαν καρέκλες και εξουσίες (όπως μεγαλοδημοσιογράφοι, αρχι-συνδικαλιστές και άλλοι) και τελικά το πόσο σαθρές ήταν οι βάσεις στις οποίες έχει χτισθεί το νέο-ελληνικό κράτος (εν γένει κι όχι μόνο κατά τη μεταπολίτευση).
Πλέον αφού αντικρίσουμε με τα μάτια ανοιχτά την κατάστασή μας θα πρέπει κιόλας να την αντιμετωπίσουμε. Το ζήτημα είναι όμως όχι να βρούμε όπως άλλοτε παυσίπονα, αλλά να αποχωριστούμε από τα καρκινώματα που μας ταλανίζουν και κινδυνεύουν να μας καταβροχθίσουν.

Φαίνεται λοιπόν ότι η κρίση αποτελεί ευκαιρία για όλους. Το θέμα είναι ποιος θα την αδράξει. Μέχρι τώρα αδρανήσαμε, δεν την αξιοποιήσαμε και χάθηκε έτσι υπερπολύτιμος χρόνος. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε το παρελθόν. Είναι γεγονός ότι κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την «κρίση» μας ώστε να γίνουν ακόμα πιο πλούσιοι στις πλάτες μας. Θα αλλάξουμε λοιπόν το μέλλον -αυτό μόνο μας απομένει που να μεταβάλλεται. Ας αδράξουμε με τη σειρά μας και εμείς, ο Ελληνικός λαός, την ευκαιρία που μας δόθηκε. Τώρα που ξυπνήσαμε απ’ το… όνειρο, όπως αποκαλούσαν την προηγούμενή μας κατάσταση –εγώ μάλλον εφιάλτη θα τη χαρακτήριζα- είμαστε σε θέση να φτιάξουμε την πραγματικότητα όπως εμείς θέλουμε. Να κάνουμε μια νέα αρχή. Να αρχίσουμε την οικοδόμηση μιας πραγματικής χώρας-πρότυπο, την οποία θα κυβερνά ο ίδιος ο λαός της, για το λαό της. Αν μας έμαθε κάτι η ιστορία, τόσο η πρόσφατη όσο και η υπόλοιπη, είναι ότι αυτός που κυβερνά βάζει σε πρώτη μοίρα τα δικά του συμφέροντα. Μέχρι τώρα μας έχουν κυβερνήσει βασιλιάδες, ξένες δυνάμεις, δικτάτορες, εντολοδόχοι, ανίκανοι, αφελείς, επενδυτές και δανειστές. Όλοι απέτυχαν, όλες οι συνταγές τους απέτυχαν. Όχι βέβαια ότι δεν πέτυχαν τους κατά καιρούς δικούς τους στόχους. Απλώς δεν κατάφεραν τους αντικειμενικούς και τυπικούς στόχους του κυβερνώντος υπό συνθήκες δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας, την ευημερία του λαού. Μάλλον ήρθε η ώρα λοιπόν να δοκιμαστεί και ο λαός. Δηλαδή να χειραφετηθεί από τους δυνάστες του και να αποκτήσει επιτέλους το αυτεξούσιο.

Περί του πρακτέου
Μια τέτοια οικοδόμηση θα πρέπει να ξεκινήσει με
το ξαλάφρωμα από λάθη του παρελθόντος. Πρώτο και μεγαλύτερο λάθος είναι το δημόσιο χρέος. Αυτό είναι αφ’ ενός το εργαλείο που χρησιμοποιούν για να περνούν τις πολιτικές τους κι αφ’ ετέρου το εμπόδιο στο να ξεκινήσει η εξυγίανση της οικονομίας μας στη βάση του πρωτογενούς πλεονάσματος (στην εισήγηση του προϋπολογισμού του 2012 , παραπάνω απ’ το 50% θα αφιερωθεί στην αποπληρωμή χρεολυσίων και τόκων). Έτσι η κήρυξη στάσης πληρωμών μοιάζει μονόδρομος. Όπως έχουν κάνει κι άλλα κράτη που σέβονται τον εαυτό τους και κυρίως το λαό τους έτσι κι εμείς θα πρέπει να πούμε στους δανειστές μας ότι δεν γίνεται να πεινάσει ο λαός μας για να εξυπηρετήσουμε στο ακέραιο τα (επαχθή και απεχθή) χρέη μας. Πάνω σε αυτή τη βάση θα πρέπει να εξεταστεί η διαγραφή σημαντικού μέρους του χρέους (ή και ολόκληρου) και η αποπληρωμή του με ευνοϊκότερους όρους σε βαθμό πάντα που δεν θα βγαίνει σε βάρος της ανάπτυξης της χώρας και της ζωής των πολιτών της. Η ασυνέπεια στην εξυπηρέτηση των χρεών δεν μεταφράζεται, όπως λανθασμένα υποστηρίζουν πολλοί, με απομόνωση από τις άλλες χώρες και τις αγορές. Η ίδια η Γερμανία είναι ο μεγαλύτερος «αθετητής» πληρωμών, και δεν μου φαίνεται ούτε απομονωμένη ούτε υπανάπτυκτη. Αντιθέτως, τώρα η Ελλάδα είναι πιο απομονωμένη από ποτέ. Ο παρίας της Ευρώπης (της Ευρώπης γιατί οι διπλωματικές μας σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίας περιορίστηκαν μόνο σε ευρωπαϊκά κράτη).

Επόμενο βήμα είναι η έξοδος από την ευρωζώνη. Με τη νέα δραχμή θα μπορούμε επιτέλους να έχουμε όλα τα οικονομικά εργαλεία για να αντιμετωπίσουμε την κρίση, τόσο δηλαδή τον έλεγχο της νομισματικής μας πολιτικής (που και τυπικά είχε η Ευρώπη λόγω του ευρώ) όσο και εκείνον της δημοσιονομικής (που λόγω του Συμφώνου Σταθερότητας είχε και πάλι η Ευρώπη). Το κράτος θα μπορεί να τυπώνει επιπλέον χρήμα για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας του (όπως έκανε και ο Ομπάμα) ώστε όπως τονίζουν και οι κεϋνσιανοί οικονομολόγοι να αρχίσει να ρέει χρήμα στην αγορά, να τονωθεί η ζήτηση και η κατανάλωση. Αντίθετα αυτή τη στιγμή η ΕΚΤ δεν κάνει κάτι τέτοιο καθώς ελέγχεται από τη Γερμανία που πάσχει από το «σύνδρομο της Βαϋμάρης». Ενθυμούμενη δηλαδή τις τραγικές συνέπειες της άθλιας οικονομικής της κατάστασης (της οποίας ο πληθωρισμός ήταν περισσότερο σύμπτωμα παρά αίτιο) εκείνην την εποχή  (1919- 1933)  , αποφεύγει ακόμα και σήμερα, πάση θυσία, κάθε επιλογή που μπορεί να οδηγήσει στην αύξησή του.
Η νέα δραχμή, σαφώς με μικρότερη συναλλαγματική αξία θα μειώσει αυτόματα τις εισαγωγές και θα τονώσει τις εξαγωγές, καθότι θα είναι πιο ακριβά τα ξένα προϊόντα και πιο φθηνά τα ελληνικά προς τους ξένους (πάντα με τους κατάλληλους χειρισμούς).

Όλα αυτά όμως θα πρέπει να συνδυαστούν πολύ προσεκτικά με άλλες τρεις ταυτόχρονες κινήσεις: 1) τον έλεγχο των κεφαλαιακών ροών και εν γένει του τραπεζικού συστήματος,
2) την ανοικοδόμηση της ελληνικής αγροτικής οικονομίας και την οικοδόμηση βιομηχανικήςεπαφές με το εξωτερικό για την εξασφάλιση ανταλλαγής αγαθών και φιλικών σχέσεων. πλέον οικονομίας και 3)

Έλεγχος χρηματοπιστωτικού συστήματος

Το ελληνικό κράτος θα πρέπει να επιδιώξει πρώτα απ’ όλα να ελέγξει και να εμποδίσει την πιθανή έξοδο κεφαλαίων απ’ τη χώρα. Είναι πραγματικός ο κίνδυνος να βγάλουν κάποιοι τα χρήματά τους σε ευρώ και αφού γίνει η μετάβαση στη δραχμή και τα επαναφέρουν, να έχουν γίνει 3 φορές πιο πλούσιοι λόγω της ισοτιμίας. Έτσι το κυρίαρχο κράτος οφείλει να εμποδίσει περαιτέρω εκροές κεφαλαίων και να φορολογήσει όσα ήδη έχουν εξέλθει με μεγάλο συντελεστή. Στο ερώτημα του πώς θα μάθουμε ποιοι είναι αυτοί που ήδη έχουν βγάλει τα χρήματά τους και τι πόσα εξήγαγαν αυτοί, η απάντηση είναι απλή. Οι κινήσεις αυτές έγιναν ως επί το πλείστον μέσω τραπεζών. Το ελληνικό κράτος έτσι θα πρέπει να προβεί στην εθνικοποίηση πρωτίστως της Τράπεζας της Ελλάδος κι έπειτα και των άλλων τραπεζών. Με αυτόν τον τρόπο θα έχει όσα στοιχεία χρειάζεται. Εκτός αυτού θα εξασφαλισθούν έτσι και οι καταθέσεις των πολιτών, και θα εμποδισθεί η κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών που θα βρεθούν εκτεθειμένες μετά από τη στάση πληρωμών, καθώς είναι γνωστό πως σημαντικό μέρος του δημοσίου χρέους είναι απέναντι σε αυτές. Με το που πάρει το κράτος στα χέρια του τις τράπεζες, θα έχει μια επιπλέον καταπληκτική ευκαιρία: να εφαρμόσει, σαν ένας σύγχρονος Σόλωνας, μια νέα σεισάχθεια. Να χαρίσει δηλαδή ή έστω να μειώσει και να επιμηκύνει τα χρέη των νοικοκυριών, ώστε εκείνα να ορθοποδήσουν πιο εύκολα και γρήγορα.

Ανοικοδόμηση της οικονομίας-παραγωγική ανασυγκρότηση

Το ελληνικό κράτος θα πρέπει να προσπαθήσει όχι μόνο να ανοικοδομήσει την αγροτική οικονομία που είχε πριν την είσοδο στην ΕΟΚ το 1980, όχι μόνο να τη βελτιώσει με στόχο την αυτάρκειά του πρώτα, κι έπειτα, την αύξηση των εξαγωγών, αλλά να αποκτήσει πλέον και βιομηχανική παραγωγή, για τους ίδιους λόγους. Η Ελλάδα είχε πάντοτε μια ισχυρή αγροτική οικονομία και οι εξαγωγές γεωργικών προϊόντων αποτελούσαν σημαντικό έσοδο για την ελληνική κοινωνία. Όλα αυτά μέχρι την είσοδό μας στην ΕΕ, οπότε με την έκθεση της ελληνικής οικονομίας στην ανοιχτή ευρωπαϊκή αγορά και δεδομένης της χαμηλής της ανταγωνιστικότητας, η αγροτική παραγωγή μειώθηκε σημαντικά. Αυτό μεταφράστηκε με μείωση των εξαγωγών και αύξηση των εισαγωγών. Σημαντικοί τομείς της οικονομίας μας υποβαθμίστηκαν (όπως η ζάχαρη στη Λάρισα, τα ροδάκινα στην Ημαθία κλπ). Το κράτος λοιπόν θα πρέπει να οργανώσει αυτήν την ανοικοδόμηση με δύο τρόπους. Πρώτα απ’ όλα με έναν δικό του κεντρικό σχεδιασμό, κι έπειτα με το να επιτρέψει και να ενισχύσει την (σε ελεγχόμενα πλέον επίπεδα) ιδιωτική πρωτοβουλία.

Στο πρώτο επίπεδο, μπορεί να ξεκινήσει με την οργάνωση αγροτικής παραγωγής σε δημόσια γη. Έτσι πέρα από τα άμεσα οφέλη της παραγωγής αγαθών, θα δημιουργήσει επιπλέον νέες θέσεις εργασίας και θα απορροφήσει μερικούς από τους εκατοντάδες χιλιάδες ανέργους πολίτες που έχει σήμερα. Στη συνέχεια θα μπορούσε να οργανώσει βιομηχανικές μονάδες με τον ίδιο τρόπο και με τους ίδιους σκοπούς. Πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, έτσι το κράτος θα παράγει ακριβώς όσα χρειάζεται για τις ιδίες του τις ανάγκες καθώς και για τις εξαγωγές του και δεν θα πετιέται τίποτα, θα υπάρχει δηλαδή ένας κεντρικός σχεδιασμός. Για να γίνουν όλα αυτά θα πρέπει να κρατικοποιηθούν και οι ήδη υπάρχουσες μεγάλες βιομηχανίες και τα εργοστάσια καθώς και τα «τσιφλίκια».

Αν και δημόσιοι υπάλληλοι οι εργαζόμενοι σε αυτές τις θέσεις θα τελούν υπό συνθήκες αυτοδιοίκησης. Σίγουρα το κράτος θα εποπτεύει και θα αξιολογεί, ωστόσο καλό είναι οι ίδιοι οι εργαζόμενοι να αποφασίζουν το τι θα συμβαίνει στο χώρο εργασίας τους με συνελεύσεις και δημοκρατικά εκλεγμένα και ανακλητά όργανα όπως επιτροπές. Για την εξασφάλιση δε της παραγωγικότητάς τους θα μπορούσαν να συνδεθούν οι μισθοί τους με το χρόνο και το ζήλο που ο καθένας θα αφιερώνει και με τα αποτελέσματα της δουλειάς του, δηλαδή αυτά που θα έχουν παραχθεί χάρις σε αυτόν (βάσει υπολογισμών).

Στο δεύτερο επίπεδο, απ’ την άλλη, το κράτος θα μπορούσε να κάνει έναν αναδασμό της γης και να μοιράσει αγροτεμάχια με βάση συγκεκριμένα κριτήρια (όπως εμπειρία από παρόμοιες δουλειές, οικογενειακή κατάσταση, οικονομική κατάσταση) σε πολίτες του. Αντί να ζητήσει οποιουδήποτε είδους νοίκι θα μπορούσε να κρατήσει την ψιλή κυριότητα των εδαφών αυτών και να παραχωρήσει μόνο την επικαρπία, η διατήρηση της οποίας θα μπορούσε να συνδεθεί με ορισμένους minimum παραγωγικούς στόχους, ώστε να εξασφαλισθεί η σωστή και συνετή διαχείρισή τους. Παρά την απαγόρευση της μεταβίβασής τους, θα ήταν καλό όχι μόνο να επιτρέπεται αλλά και να ενισχύεται κάθε προσπάθεια συνεργασίας μεταξύ των παραπάνω δικαιούχων και δημιουργία συνεταιρισμών. Θα μπορούσε επίσης να πουλήσει στους παραπάνω, εργαλεία, μηχανήματα, σπόρους, λιπάσματα κλπ, και αυτοί να τα ξεχρεώσουν με δόσεις ανάλογα με τα κέρδη τους.
Βεβαίως και οι ιδιώτες θα εντάσσονται στον κεντρικό σχεδιασμό καθότι θα πρέπει να δηλώνουν πόσα και τι μπορούν να παράγουν και πόσα τελικά θα έχουν παράξει.

Εξωτερική πολιτική
Η Ελλάδα θα πρέπει να θυμηθεί άλλες εποχές και να διευρύνει το διπλωματικό πεδίο στο οποίο θα κινείται αναθεωρώντας σταθερές για φίλους και εχθρούς, συνεργάτες και ανταγωνιστές. Η συνεργασία με ομοειδείς περιπτώσεις είναι επιβεβλημένη. Ο ευρωπαϊκός νότος (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιταλία) που βιώνει κι αυτός ανάλογα με εμάς αδιέξοδα και θα επηρεαστεί σίγουρα από την αλλαγή της πολιτικής κατάστασης στην Ελλάδα, είναι δυνητικά η περιοχή που ενδείκνυται να κινηθεί πρώτα η ελληνική διπλωματία. Συμφωνίες για ανταλλαγές προϊόντων και για αλληλοϋποστήριξη στους διεθνείς οργανισμούς είναι λίγα από αυτά που θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί. Έπειτα όμως υπάρχουν αναπτυσσόμενες χώρες όπως η Βραζιλία, η Ινδία και η Αργεντινή που έχουν ανάγκη από νέες αγορές να διοχετεύσουν τα προϊόντα τους (και για αυτό θα το κάνουν σε προνομιακές τιμές) από τα οποία η Ελλάδα θα διαλέξει αυτά που αρχικά τουλάχιστον δεν θα μπορεί να παράξει.  Υπάρχουν επίσης οι χώρες των Βαλκανίων, η Τουρκία αλλά και εκείνες της βόρειας Αφρικής (ειδικά αυτές με τα νέα, πιο φιλελεύθερα καθεστώτα)που θα ήταν καλοί συνέταιροι στη χάραξη μιας πολιτική αξιοπρέπειας στη βάση της ανεξαρτησίας από τις εθνικές και πολυεθνικές υπερδυνάμεις και καλοί πελάτες των ελληνικών προϊόντων. Επίσης οι καλές σχέσεις με την Τουρκία μπορούν να οδηγήσουν και στην αμοιβαία ελάφρυνση του οπλοστασίου των δύο κρατών και να μειωθεί κι έτσι ο προϋπολογισμός για τις ετήσιες δαπάνες για στρατιωτικούς εξοπλισμούς και άλλα συναφή. Τέλος υπάρχουν και χώρες στη Λατινική και Κεντρική Αμερική όπως η Κούβα, η Βενεζουέλα, ο Ισημερινός και η Βολιβία, οι οποίες ακολουθούν επίσης αντι-ιμπεριαλιστική και λαϊκή συνάμα πολιτική. Πρόκειται για επίσης ομοειδείς περιπτώσεις (υπο την προϋπόθεση πάντα να ακολουθήσει η Ελλάδα την προτεινόμενη πολιτική) που όπως έκαναν και μεταξύ τους θα δεχθούν να συνεργαστούν με τη χειραφετημένη Ελλάδα.

Εισοδηματική πολιτική
Το ελληνικό κράτος για να ορθοποδήσει και να πραγματοποιήσει τα προαναφερθέντα θα χρειαστεί χρήματα. «Δεν υπάρχει σάλιο» διακηρύττουν με δραματικό τόνο οι τωρινοί κυβερνητικοί αξιωματούχοι. Κι όμως , «λεφτά υπάρχουν». Πού λοιπό θα τα βρούμε ενδεικτικά:

      1.Φορολόγηση με μεγάλους συντελεστές των ελληνικών κεφαλαίων που βρίσκονται στην αλλοδαπή.
2.Δίκαιη φορολόγηση γενικά με βάση πρωτίστως το εισόδημα, έπειτα την εκμεταλλευόμενη περιουσία και μετέπειτα γενικότερα την περιουσία.
3.Απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας με εξαίρεση τους χώρους λατρείας με τον καθορισμό, παράλληλα, ορίου στον αριθμό των υπαρχουσών εκκλησιών.
4.Φορολόγηση της εκκλησίας με βάση τα ετήσια γενικά εισοδήματά της.
5.Κατάργηση της λειτουργίας των υπεράκτιων εταιρειών, των offshore. Δέσμευση από το κράτος όλης της περιουσίας που τους ανήκει. Να ζητήσει αποδείξεις κυριότητας και πόθεν έσχες αυτών των περιουσιακών στοιχείων από τα φυσικά πρόσωπα που θα τα διεκδικήσουν. Όποιος αποδείξει ότι είναι δικά του νόμιμα, τότε θα του αποδίδονται αφού φορολογηθούν δεόντως, διαφορετικά κατάσχεση υπέρ του δημοσίου όλων των περιουσιακών στοιχείων που δεν έχουν αποκτηθεί νόμιμα, ή οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούν να τα διεκδικήσουν νόμιμα.
6.Εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και των λοιπών πόρων της χώρας. Έμφαση στις ανανεώσιμες μορφές ενέργειας όπως την αιολική και την ηλιακή, με στόχο πρώτα την αυτάρκεια κι έπειτα την εξαγωγή ενέργειας.
7.Θέσπιση ανώτατου ορίου ευρωστίας. Όποιου η περιουσία θα υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο θα κατάσχεται το υπερβαίνον μέρος της από το κράτος.
8.Υψηλή φορολόγηση της μεγάλης κληρονομιάς με στόχο πέρα από τα κρατικά έσοδα την κοινωνική δικαιοσύνη και την καταπολέμηση της διαιώνισης των ανισοτήτων.
9.Υψηλή έμμεση φορολόγηση στα μέσα πολυτελείας σε αντιδιαστολή με τη μειωμένη ως και μηδενική φορολόγηση των αναγκαίων αγαθών.
10.Μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του τουρισμού. Προβολή μνημείων και ανάδειξη της ελληνικής κουλτούρας και παράδοσης. Καταπολέμηση της αισχροκέρδιας (όχι μόνο απέναντι στους τουρίστες αλλά και γενικότερα)
11.Υψηλοί δασμοί στις εισαγωγές: α)προϊόντων που παράγονται ΚΑΙ στην Ελλάδα και β) προϊόντων πολυτελείας (όπως ακριβά αμάξια κλπ)

Κοινωνικό κράτοςΤο κράτος θα πρέπει όχι απλά να ακολουθεί μια κοινωνική πολιτική αλλά να παρεμβαίνει καθοριστικά στην οικονομική ζωή. Εν έτει 2012 δεν πρέπει καν να τίθεται θέμα παροχής δημοσίων αγαθών. Νερό, ρεύμα, θέρμανση, πρόσβαση στο διαδίκτυο, ασφάλιση είναι μερικά από τα άυλα αγαθά που οφείλει να παρέχει δωρεάν το κράτος στους πολίτες του. Σε ένα «συνετό» κράτος λοιπόν σαν αυτό που θέλουμε να οικοδομήσουμε, θα υπάρχουν κέντρα σίτισης όπου ο κόσμος θα μπορεί να τρώει δωρεάν (όπως είναι προς το παρόν για τους φοιτητές οι πανεπιστημιακές λέσχες). Θα δίνονται επιδόματα ανεργίας σε όλους τους ανέργους κατ’ αρχήν για 6 μήνες κι έπειτα θα μπορούν να ανανεωθούν για τουλάχιστον 3 μήνες προσκομίζοντας οι δικαιούχοι συγκεκριμένα έγγραφα που θα αποδεικνύουν ότι ζήτησαν τουλάχιστον x φορές δουλειά κι ότι απλά απορρίφθηκαν. Έτσι θα αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος πολίτες να μην ενδιαφέρονται να ξαναβρούν δουλειά καθότι θα ζουν με τα επιδόματα που τους δίνονται. Οι πολύτεκνες οικογένειες θα στηρίζονται από το κράτος με επιπλέον επιδόματα για το κάθε παιδί μέχρι αυτό να φθάσει στην ηλικία των 20 ετών. Θα παρέχονται άδειες μητρότητας καθώς και κρατικά επιδόματα μητρότητας (για να μην επιβαρύνεται το αφεντικό) σε κάθε εργαζόμενη. Άλλη μια παρέμβαση του κράτους θα είναι η αυστηρή αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και του παρεμπορίου, η ρύθμιση και η συγκράτηση των τιμών σε συγκεκριμένο επίπεδο και η αυστηρότατη αντιμετώπιση κι απαγόρευση των καρτέλ. Το κράτος τέλος οφείλει να παρέχει δωρεάν περίθαλψη και εκπαίδευση σε όλους. Το τελευταίο συνδυάζεται με την απαγόρευση της λειτουργίας φροντιστηρίων και ιδιωτικών σχολείων.

Δημόσιος τομέας
Πολύς λόγος έχει γίνει για το δημόσιο τομέα. Αν και αναλογικά με τον πληθυσμό και το μέγεθος της χώρας δεν είναι τεράστιος (όπως υπογραμμίζει η κυρίαρχη προπαγάνδα), είναι αλήθεια ότι χαρακτηρίζεται από γραφειοκρατία και χαμηλή παραγωγικότητα. Παράλληλα συμβαίνει το παράδοξο σε πολλούς τομείς να περισσεύουν άτομα και σε άλλους να μην υπάρχει προσωπικό. Το ελληνικό δημόσιο θα πρέπει να ξαναστηθεί απ’ την αρχή με ορθολογικό, αξιοκρατικό και αποτελεσματικό τρόπο. Αυτό όμως δεν μπορεί να γίνει παρά σταδιακά και με προσοχή. Δεν πρέπει ούτε να προκληθούν ταραχές, ούτε να βρεθεί κόσμος χωρίς δουλειά. Για τους νέους διορισμούς θα καθορισθούν διαγωνισμοί σαν εκείνον του ΑΣΕΠ, στους οποίους ο υποψήφιος θα καλείται να αποδείξει τόσο το κατά πόσο γνωρίζει το αντικείμενο της θέσης που διεκδικεί όσο και κάποιο γενικό γνωστικό επίπεδο. Όσον αφορά τους ήδη υπάρχοντες υπαλλήλους εκεί τα πράγματα είναι πιο δύσκολα. Είναι προφανές ότι στους τομείς που υπάρχουν περισσότεροι απ’ όσοι χρειάζονται, κάποιοι θα πρέπει να φύγουν. Το ποιοι είναι αυτοί μπορεί να κριθεί από μια διαδικασία αξιολόγησης. Ποιος όμως είναι σε θέση (τόσο από άποψη ικανότητας όσο και αντικειμενικότητας) να τους κρίνει; (θα μπορούσαν να κριθούν από μια μικτή επιτροπή από τεχνοκράτες-ειδικούς για τον ανάλογο τομέα και από πολίτες που θα επιλεχθούν με κλήρωση και που θα απαγορεύεται να είναι συγγενείς ως και τρίτου βαθμού ή έστω «συντοπίτες» με τους αξιολογούμενους). Για τους «περισσεύοντες» ηλικίας έως και 40 ετών (ανάλογα και με το αντικείμενο) θα μπορούσαν να οργανωθούν σεμινάρια που να προετοιμάσουν για μεταθέσεις στους τομείς που σημειώνεται ανεπάρκεια προσωπικού. Οι υπόλοιποι θα βρεθούν εκτός δημοσίου, θα έχουν όμως εξασφαλισμένο ένα επαρκέστατο επίδομα για τουλάχιστον 6 μήνες (με δυνατότητα παράτασης με την ένδειξη εγγράφου από τους εργοδότες από τους οποίους ζήτησαν εργασία) μέχρι να βρουν εργασία κάπου αλλού.
Για την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας, πέρα από τις τροποποιήσεις και την απλοποίηση που πρέπει να γίνουν σε πολλές διαδικασίες, θα μπορούσε να αξιοποιηθεί το διαδίκτυο, η ηλεκτρονική φορολογική δήλωση αποτελεί ήδη μια κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση.
Τέλος θα πρέπει να υπάρξει και μια εξισορρόπηση των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων στα πλαίσια της οικονομικής δικαιοσύνης που θα εφαρμοσθεί. Τόσο οι μισθοί των 500 και 600 ευρώ όσο και εκείνοι των 5000 και των 6000 είναι απορριπτέοι.

Στην τελική
όλα αυτά θα οδηγήσουν στην αλλαγή της σχέσης του κράτους με τον πολίτη. Το κράτος πρέπει να είναι δίπλα στον πολίτη. Οι άνθρωποι δεν θα πρέπει να βλέπουν το κράτος απέναντί τους, ως εχθρό. Ο πολίτης, ο κάθε πολίτης είναι οργανικό κομμάτι του κράτους. Και το κράτος, το δημοκρατικά ελεγχόμενο απ' το λαό του κράτος θα τον οδηγήσει στην κοινωνική πρόοδο, στη δικαιοσύνη και στην πραγμάτωση της ισότητας. Πρόκειται ουσιαστικά για έναν μετασχηματισμό της ουσίας του κράτους όπως η αυτή διαμορφώθηκε τους τελευταίους αιώνες.


Στόχος της όλης κίνησης δεν είναι μόνο η οικονομική άνθηση της Ελλάδος, οικονομική άνθηση έχει άλλωστε και η Κίνα. Όμως ποιος ευνοείται από αυτήν; Προφανώς όχι ο λαός της. Στόχος είναι λοιπόν η ευημερία ολόκληρου του λαού της Ελλάδος (κατ’ αρχήν). Για να επιτευχθεί αυτό το νέο σύστημα θα πρέπει να έχει σταθερές ηθικές βάσεις. Θα πρέπει να είναι δίκαιο. Γιατί υπάρχει άραγε τίποτα πιο δίκαιο από την αυτοδιαχείριση; από το να μπορεί ο κάθε λαός να αποφασίζει ο ίδιος τι θα κάνει και να μην ετεροκαθορίζεται; Έτσι η απάντηση είναι περισσότερη δημοκρατία, περισσότερη συμμετοχή του λαού στη διακυβέρνηση. Οφείλουμε όμως να προχωρήσουμε περαιτέρω. Η δημοκρατία θα πρέπει να ξεπεράσει το πολιτικό επίπεδο και να υπεισέλθει τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό. Γιατί

Πρέπει να τονισθεί ότι ουδεμία σχέση έχει η χάραξη μιας τέτοιας πολιτικής από εθνικιστικές ιδέες. Γνωρίζουμε ότι ο πόλεμος δεν είναι τόσο εθνικός παρά ταξικός. Δεν πλήττονται όλοι οι Έλληνες από την κρίση, ούτε όλοι οι Ιταλοί, ούτε όλοι Ισπανοί. Αντίθετα οι ντόπιες αστικές τους τάξεις ευνοούνται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζεται στις χώρες τους. Έτσι ο κάθε Μπόμπολας ή Βωβός, ή Βαρδινογιάννης μόνο κερδισμένοι βγαίνουν από όλα αυτά (όχι μόνο τώρα αλλά γενικότερα από το σύνολο των αποφάσεων που λάμβανε η χώρα μας, όπως είναι η συμμετοχή στην ΕΕ και το ευρώ). Ο λόγος που το όλο εγχείρημα που περιγράφεται επικεντρώνεται γύρω από την Ελλάδα δεν είναι (εθνικο)ιδεολογικός παρά (πέρα για πέρα) πρακτικός. Όσο δύσκολο είναι να αλλάξει κάποιος την κατάσταση σε μια χώρα, πολλαπλάσια δύσκολο είναι να την αλλάξει γενικώς. Θα ήταν εργώδες να συνεννοηθούν τόσοι άνθρωποι από τόσες χώρες και να κάνουν ίδιες κινήσεις, να έχουν ίδιες τακτικές και έπειτα ίδιες πολιτικές. Έπειτα δεν είναι αμφισβητήσιμο πως αν «αλωθεί» απ’ το λαό της η Ελλάδα, πολλές χώρες θα επηρεαστούν και θα έχουμε αναβρασμούς και διεκδικήσεις. Ειδικά σε ομοειδείς με την Ελλάδα περιπτώσεις. Επομένως, θα δοθεί έτσι το έναυσμα για μια μεγαλύτερη κίνηση σε διεθνές επίπεδο αυτή τη φορά.

5 σχόλια:

  1. Σε όσες αναλύσεις κάνουμε τόσο για τη σημερινή πραγματικότητα όσο και για τις προτάσεις αντιμετώπισης της εξαθλίωσης που βιώνουμε όλο και πιο έντονα, δεν μπορούμε παρά να θυμόμαστε ότι η πολιτική και η οικονομία δεν είναι tabula rasa, ένας άγραφος πίνακας που χωράει όποια θεωρία φαίνεται σε μας πιο αρεστή. Αντίθετα, περιορίζεται και προσδιορίζεται από την ίδια την υλική πραγματικότητα, τις αναπόφευκτες συνέπειες των δοσμένων σχέσεων παραγωγής σε σχέση με το βαθμό ανάπτυξης της οικονομίας και τη μεταβολή τους μέσα από την ιστορική κίνηση της κοινωνίας. Το ίδιο το πρόβλημα μας επιβάλλει να σταθούμε με επιστημονικό και «σχολαστικό» τρόπο πάνω από τη λύση του στο βαθμό βέβαια που αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη και με την ίδια την ποιότητα της ζωής μας. Διαφορετικά, κάθε άλλη πρότασή μας θα κινδυνεύει να πέσει σαν πύργος από τραπουλόχαρτα συμπαρασύροντας όποιον έδωσε αίμα και ιδρώτα για να φτιαχτεί.
    Στο «μανιφέστο» αντανακλάται η «χρονική στιγμή» μόνο μιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας χωρίς να εξετάζεται πώς αυτή δένεται διαλεκτικά τόσο με τη σημερινή κατάσταση όσο και με την πιθανή κίνησή της στο μέλλον. Διασπώντας όμως τη μεταξύ τους διαλεκτική ενότητα αυξάνεται κατά πολύ ο κίνδυνος είτε να μιλάμε για μία ουτοπική κατάσταση είτε για μια προσωρινή-μεταβατική περίοδο.
    Το σύνολο των οικονομικών σου προτάσεων κινείται σε μια προσπάθεια συγχώνευσης δύο διαφορετικών οικονομικών συστημάτων (καπιταλισμός-σοσιαλισμός) τα οποία όμως δεν μπορούν να συνυπάρξουν, όχι από καπρίτσιο των κάθε λογής φιλελευθέρων ή μαρξιστών, αλλά επειδή οικονομικά στηρίζονται σε αντίθετες μεταξύ τους σχέσεις παραγωγής (καπιταλισμός = υπερίσχυση κεφαλαίου έναντι εργασίας, σοσιαλισμός = υπερίσχυση εργασίας έναντι κεφαλαίου). Έτσι, μένει σχετικά θολό σε ποια από τις δύο οικονομικές βάσεις κινείσαι, γεγονός που δημιουργεί αντιφάσεις που φαίνονται παρακάτω.
    Αρχικά, προτείνεις διαγραφή του χρέους απορρίπτοντάς το ως απεχθές και επαχθές. Αλλά στην οικονομία ποτέ δεν εμφιλοχωρούν αισθήματα ηθικής και δικαιοσύνης, τα οποία μπορεί να είναι καταστροφικά ως οδηγός μας, τόσο αν υποστηρίζουν ότι ηθικό είναι να αποπληρώνονται τα χρέη, όσο και αν υποστηρίζουν ότι τα συγκεκριμένα χρέη δεν πρέπει να πληρωθούν ως ανήθικα. Αντίθετα κριτήριο της στάσης μας απέναντι στο κρατικό χρέος πρέπει να είναι αποκλειστικά οι συνέπειές του στην οικονομία και μέσω αυτής στο βιοτικό επίπεδο του λαού. Σε αυτό το σημείο το χρέος δεν είναι απλά ένα επαχθές, ασήκωτο βάρος στις πλάτες μας, είναι εξίσου ο παράγοντας που μας εξασφαλίζει την πιστοληπτική ικανότητα του κράτους. Χάρη στο ότι δεν αθετούμε την πληρωμή των χρεών συνεχίζουμε να δανειζόμαστε και ένα 8% αυτών των δανείων συνεχίζουν να τροφοδοτούν τους ελλειμματικούς κρατικούς προϋπολογισμούς (που παραμένουν ελλειμματικοί ακόμα και με την κατεδάφιση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους που αύξανε τις κρατικές δαπάνες).
    Προκύπτει λοιπόν το ερώτημα: πώς θα καταφέρει το κράτος να χρηματοδοτήσει τις δαπάνες τους ιδιαίτερα όταν αυτές θα είναι αυξημένες λόγω του διευρυμένου κοινωνικού κράτους που προοιωνίζεσαι;
    Μία λύση θα ήταν να καταφύγει πάλι στον δανεισμό, μέτρο απαγορευτικό στα πρώτα βήματα της αναγεννώμενης ελληνικής οικονομίας λόγω της κουρελιασμένης πιστοληπτικής της ικανότητας, αλλά και απευκταίο στο βαθμό που θα συνοδευόταν από ακόμη επαχθέστερους όρους από όσους δανειστές θα πίστευαν ότι μπορούν να βγάλουν κέρδος από αυτήν.
    Το μόνο μέτρο που απομένει είναι αυτό που κατά κόρον προτείνεις στην «εισοδηματική πολιτική», η φορολόγηση. Εδώ όμως πρέπει να σταθούμε και να δούμε: α) ποιον θα φορολογήσουμε, β) τι συνέπειες θα έχει αυτό στην ανάπτυξη της οικονομίας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το αντικείμενο της φορολογίας δεν είναι άλλο από το εγχώριο ελληνικό κεφάλαιο. Σε τι κατάσταση θα βρίσκεται όμως μετά την στάση πληρωμών; Κατ’ αρχάς, ένα σημαντικό μέρος του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου θα έχει απαξιωθεί, αφού μέρος του προς αθέτηση χρέους είναι απέναντι στις ελληνικές τράπεζες. Ακόμη, όσα πλεονεκτήματα στο εμπορικό ισοζύγιο και αν έχει η νομισματική υποτίμηση, παραμένει υποτίμηση του εγχώριου κεφαλαίου σε σχέση με το εξωτερικό κεφάλαιο. Δεν μας μένει λοιπόν παρά να φορολογήσουμε ένα απαξιωμένο, υποτιμημένο εγχώριο κεφάλαιο, ώστε να εξασφαλίσουμε ακόμη και τις στοιχειώδεις κοινωνικές παροχές.
    Μπορεί ένα τέτοιο οικονομικό μοντέλο να σταθεί μακροπρόθεσμα; Αν υποθέσουμε ότι αυτό το κεφάλαιο, πέρα από τις επιμέρους εθνικοποιήσεις μένει στο μεγαλύτερο μέρος του σε ιδιωτικά χέρια, τότε όχι μόνο δεν πρόκειται να λυθεί το οικονομικό μας πρόβλημα, αλλά αντίθετα θα έχει δυναμιτιστεί σε τέτοιο βαθμό που δεν θα αργήσει να ξεσπάσει νέα κρίση. Η οικονομική ανάπτυξη στον καπιταλισμό προϋποθέτει επίτευξη κέρδους για τον κεφαλαιοκράτη και μάλιστα όσο το δυνατόν μεγαλύτερου κέρδους, αφού έτσι θα εξασφαλιστεί μεγαλύτερη επανεπένδυσή του στην ενεργό οικονομία. Θα έχει άραγε κέρδος ένας ιδιώτης, κάτοχος ενός κουτσουρεμένου, υποτιμημένου κεφαλαίου χωρίς δυνατότητα πίστωσης από το εξωτερικό και μετά από εξαντλητική φορολόγηση του κεφαλαίου του; Αλλά ακόμη και να έχει, πόσο υψηλό θα είναι αυτό ώστε να εξασφαλίσει την ανακεφαλαιοποίηση των κερδών του; Τελικά η οικονομία μετά τη στάση πληρωμών θα εκκινήσει με εγχώρια κεφάλαια που θα την οδηγήσουν 50 χρόνια πίσω και το χειρότερο θα αναπτύσσεται με πολύ πιο αργούς ρυθμούς από τις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες, με τον κίνδυνο μιας νέας κρίσης, οφειλόμενης στο ότι οι ιδιώτες διστάζουν να παράγουν φοβούμενοι ότι δεν θα βγάλουν κέρδος, εξαιρετικά πιθανό. Μόνη βιώσιμη καπιταλιστική διέξοδος από αυτήν την κατάσταση θα ήταν η πλήρης απελευθέρωση που θα σήμαινε ότι κάθε μέσο παραγωγής στην Ελλάδα είτε μέσω του δημόσιου δανεισμού είτε άμεσα με την εξαγορά τους σε εξευτελιστική τιμή θα περιερχόταν στα χέρια ξένων ισχυρών ιδιωτών που λόγω της έντονης υποτίμησης θα είχαν περιθώρια κέρδους.
    Η κατάσταση αντίστοιχα δεν γίνεται καθόλου καλύτερη στην περίπτωση που στη θέση των ιδιωτών βρεθεί το κράτος. Συγκεκριμένα, αν το κράτος συνεχίσει να εφαρμόζει ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή το κριτήριο του κέρδους, σε τίποτα δεν θα διαφέρει από έναν κρατικό καπιταλιστή που απλά εκμεταλλεύεται πιο άμεσα και τους υπόλοιπους κρατικούς μηχανισμούς.
    Ως μόνη διέξοδος προβάλλει η μετατόπιση της κινητήριας δύναμης της παραγωγής από την επίτευξη κέρδους (ιδιωτικού ή κρατικού) στην ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας, μετατόπιση που προϋποθέτει όχι απλά τον έλεγχο της αγοράς αλλά την κατάργησή της. Μόνο στη βάση ενός κεντρικού, λαϊκού σχεδιασμού της παραγωγής μπορεί να ανθίσει η ελληνική οικονομία, με την έννοια ότι αίρεται η σημερινή παραδοξολογία υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια να μην επενδύονται επειδή δεν θα εξασφαλίσουν στον ιδιοκτήτη τους το επιθυμητό κέρδος.
    Πρέπει λοιπόν και εσύ στις προτάσεις σου να διαχωρίσεις για ποια περίπτωση μιλάς, ώστε να εξετάσεις με όσο το δυνατόν εναργέστερο τρόπο πόσο εφικτό και αναγκαίο είναι αυτό που προτείνεις. Διαχωρισμό που αν μη τι άλλο οφείλεις να τον κάνεις με όσο το δυνατόν πιο επιστημονικά κριτήρια περιορίζοντας στο ελάχιστο οποιοδήποτε συναισθηματικό δεσμό με το ένα ή με το άλλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω με τη διαλεκτική σύνδεση της πολιτικής
    και της οικονομίας με την πραγματικότητα. Οι οικονομικοπολιτικές προτάσεις
    του κειμένου βασίζονται κατά τη γνώμη μου στην πραγματικότητα. Είναι δηλαδή
    εφικτές, είναι όμως και δύσκολες. Είναι λάθος να ταυτίζουμε μόνο το εύκολο
    με το εφικτό. Ο λόγος που οι προτάσεις αυτές ως κείμενο δεν συνδέονται με μια
    περιγραφή της τωρινής πραγματικότητας αλλά και με τα πιθανά αποτελέσματα τους
    στο μέλλον είναι κατ'αρχήν πρακτικός. Βιβλίο μπορεί να γράψει κανείς αν θέλει
    να τα περιλάβει όλα αυτά. Είναι όμως και ουσιαστικός. Η τωρινή κατάσταση έμμεσα
    περιγράφεται σε άλλο άρθρο (βλ. Οι αιτίες της κρίσης). Απ' την άλλη το μέλλον δεν
    νομίζω πως είμαι σε θέση να το περιγράψω με σιγουρία. Βασικά νομίζω πως κανείς
    δεν είναι σε θέση να το κάνει. Αυτό που λείπει απ' το κείμενο είναι μια
    συγκεκριμένη κατεύθυνση κι όχι γενική όπως η λαϊκή εξουσία που προτάσσεται στο
    κείμενο (σημειωτέον όμως ότι ούτε ο σοσιαλισμός, ούτε η εργατική εξουσία είναι
    συγκεκριμένες κατευθύνσεις καθώς δεν τα εννοούν όλοι με τον ίδιο τρόπο.
    Εν προκειμένω η λαική εξουσία, που προκύπτει απ' το κείμενο ως κατεύθυνση
    ταυτίζεται μεσοπρόθεσμα με τη μεταβολή των κοινωνικών σχέσεων. Για να γίνει αυτό
    όμως χρειάζεται να εξασφαλεισθούν κάποια πράγματα. Και ο ίδιος ο Μαρξ νομίζω είχε
    τονίσει πως για να έρθει ο σοσιαλισμός θα πρέπει ο καπιταλισμός να είναι ιδιαίτερα
    ανεπτυγμένος. Στην Ελλάδα προφανώς ούτε παραγωγή έχουμε, ούτε βιομηχανία
    ούτε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη εν τέλει οικονομία.Έτσι αυτό που προτείνω είναι ουσιαστικά
    το κράτος να εξασφαλίσει κάποια οικονομικά στάνταρς,κάποια αξιόλογη ανάπτυξη. Αυτό το
    κράτος όμως θα έχει πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Θα ελέγχεται στο μεγαλύτερο
    βαθμό που γίνεται απ' το λαό του, στον οποίο θα έχει παραχωρήσει και τη διοίκηση
    των φορέων της ανάπτυξης, των εργοστασίων, των βιομηχανιών, της τράπεζας κλπ.
    Ουσιαστικά πρόκειται για μια συγκεκριμένη πρόταση για πέρασμα σε μια σοσιαλιστική
    κοινωνία και οικονομία, με την έννοια ότι δεν θα ελέγχει τα μέσα παραγωγής κανένας
    πέρα απ' τους ίδιους τους εργάτες μέσω κατ' αρχήν του κράτους.

    Ένας βασικός τρόπος να βρεθούν χρήματα είναι η ίδια η αθέτηση του χρέους.
    Όταν έχεις ένα προύπολογισμό που το 70% πηγαίνει στην εξυπηρέτηση του χρέους, είναι
    προφανές για πόσα χρήματα μιλάμε, τα οποία και μπορούν να βοηθήσουν στο στήσιμο
    του κράτους που περιγράφεται. Ναι η φορολόγηση του εσωτερικού κεφαλαίου έχει σημαντική
    θέση στις παραπάνω προτάσεις κι ακόμα κι αν αυτό εξέλθει μπορούν να βρεθουν τρόποι να
    φορολογηθεί. Τόσο με διακρατικές συμφωνίες, όσο και με την κατάσχεση των αντ' αυτού
    υπαρχόντων εντός της σφαίρας της εξουσίας του κράτους. Επίσης νομίζω πως τονίζω και τις εξαγωγές αλλά και τις διακρατικές σχέσεις. Είμαι σίγουρος πως θα βρεθούν αλληλέγγυα κράτη,ιδίως στη Λατινική Αμερική (όπως η Βενεζουέλα ή ο Ισημερινός που πνίγονται στα πετρέλαια,η Κούβα και η Βολιβία) που θα μπορούσαν κατ' αρχήν, όπως άλλωστε έχουν κάνει ήδη και μεταξύ τους, να μας βοηθήσουν με εμπορικές και άλλες συμφωνίες. Εκτός αυτού μεσοπρόθεσμα μπορούμε να γίνουμε μεγάλη εξαγωγική δύναμη (κι ο κεντρικός σχεδιασμός είναι σημαντικός και γι' αυτό) και δίχως να έχουμε μισθούς Κίνας αρκεί να στήσουμε ένα σωστό κι οργανωμένο κράτος.

    Νομίζω καταστώ σαφές πως φορέας της ανάπτυξης θα είναι το κράτος.Είναι το μόνο που ακριβώς μπορεί να λειτουργήσει ανιδιοτελώς και με στόχο τις ανάγκες της κοινωνίας του. Το κέρδος όμως είναι απαραίτητο (σε κρατικό κι όχι ιδιωτικό επίπεδο)
    για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες αυτές. Ο λαικός (κι όχι λαΪκιστικός ή απλά φιλολαΪκός)χαρακτήρας του οικοδομήματος αυτού είναι δύσκολο ζητούμενο αλλά απαραίτητο. Διαφορετικά όπως λες δεν θα διαφέρει από έναν
    ακόμα κρατικοδίαιτο καπιταλισμό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Συμφωνώ απόλυτα σχετικά με τη διάκριση ανάμεσα στο εύκολο και στο εφικτό. Δεν ήταν άλλωστε ο βαθμός δυσκολίας το κριτήριό μου εξαρχής.

    Τη διαλεκτική συνδεση ανάμεσα στο παρόν και στο μέλλον την τονίζω όχι τόσο για να μου περιγράψεις με ακρίβεια ποια θα είναι η μελλοντική εξέλιξη του εγχειρήματός σου (πράγματι κάτι τέτοιο θα ήταν αδύνατο από όποιον το επιχειρούσε) όσο για να διαγράψεις έστω και σε γενικές γραμμές ποια μπορεί να είναι η πορεία του μέσα στο χρόνο.

    Ουσιαστικά αυτό κάνεις, όταν προσδοκάς η εφαρμογή αυτών των μέτρων μεσοπρόθεσμα να μεταβάλει τις σχέσεις παραγωγής σε σοσιαλιστικές. Ο σοσιαλισμός λοιπόν δεν τίθεται ως ζητούμενο άμεσα από την οικονομική πραγματικότητα παρά μόνο ως ένας μελλοντικός στόχος για τον οποίο άμεσα πρέπει απλώς να προετοιμάσουμε κατάλληλα το έδαφος Πιο συγκεκριμένα:

    1) Υποστηρίζεις ότι ο σοσιαλισμός δεν είναι άμεσα εφικτός. Εφόσον οι σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν μπορούν να εδραιωθούν παρά μόνο στο έδαφος ανεπτυγμένων καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής (σύμφωνα και με τον ίδιο τον Μαρξ), αυτό απομακρύνει ένα σενάριο σοσιαλιστικής διεξόδου για την Ελλάδα. Γιατί στη χώρα μας δεν υπάρχει καν αξιόλογη παραγωγή, πόσο μάλλον αυτή να είναι ανεπτυγμένη.
    --> Μα ο καπιταλισμός είναι ανεπτυγμένος στην Ελλάδα! Η εικόνα της παραγωγικά αποδιοργανωμένης χώρας μας δεν είναι αυτή μιας καπιταλιστικά υπανάπτυκτης αλλά μιας καπιταλιστικά ανεπτυγμένης περιφερειακής χώρας! Και εξηγούμαι:
    Η οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα δεν μπορεί να εξετάζεται απομονωμένα από το παγκοσμιοποιημένο οικονομικό σύστημα στο οποίο εντάσσεται, ιδίως σε συνθήκες πλήρους απελευθέρωσης της αγοράς. Σε διεθνή κλίμακα η οικονομία στις ΗΠΑ και στην ΕΕ έχει κάνει τεράστια άλματα, στα οποία συνέβαλε η στρατηγική του ελληνικού κεφαλαίου. Ήταν ο καπιταλισμός που ώθησε τις εγχώριες μεγάλες επιχειρήσεις, σε αναζήτηση του κέρδους, να συνάψουν συμμαχία με την ΕΕ - ήταν η ΕΕ που απελευθέρωσε πλήρως την αγορά και τον ανταγωνισμό ανάμεσα στα κράτη-μέλη της - ήταν αυτός ο ανταγωνισμός που έκανε πιο ανίσχυρες οικονομίες, όπως η ελληνική, να λυγίσουν και πιο ισχυρές, όπως η γερμανική, να φτάσουν στο απόγειο της ανάπτυξής τους. Στην Ελλάδα έχει μείνει σήμερα παραγωγική έρημος, όχι λόγω του περιορισμού των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής αλλά λόγω της πιο ακραιφνούς ανάπτυξής τους!
    Αυτή η παρατήρηση αναδεικνύει και πιο παραστατικά τις αντιφάσεις και τα όρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εφόσον η πρόοδος μιας χώρα περνά αναγκαία μέσω της καταλήστευσης των οικονομικών πόρων και του πλούτου μιας άλλης χώρας, η δεύτερη αυτή χώρα βιώνει το εξής παράδοξο φαινόμενο: Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής συνεχώς να αναπτύσσονται, αλλά ελάχιστο εώς μηδενικό μέρος αυτού του πλούτου να αντανακλάται στη δική της οικονομία. Η χώρα λοιπόν αυτή, κατά τον Λένιν, καθίσταται ο "αδύναμος κρίκος στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα". Είναι ένα καθυστερημένο οικονομικά κράτος στο οποίο μπορεί πιο εύκολα να ξεκινήσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά πιο δύσκολα να συνεχιστεί. Σε μια τέτοια χώρα όχι μόνο ανοίγεται άμεσα ο δρόμος της σοσιαλιστικής διεξόδου, αλλά στην πραγματικότητα είναι ο μόνος που μπορεί να αξιοποιήσει τις παραγωγικές δυνατότητές της που τόσο εθελόδουλα η εθνική αστική τάξη αναγκάζεται για το δικό της κέρδος να ξεπουλήσει στο εξωτερικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. 2) Ακόμη και αν είναι ο σοσιαλισμός εφικτός στην Ελλάδα, δεν είναι ωστόσο άμεσα αναγκαίος. Προτού προχωρήσουμε στην ανατροπή των παραγωγικών σχέσεων μπορούμε να εξασφαλίσουμε μια φιλολαϊκή ανάπτυξη της οποίας κύριος φορέας θα είναι άμεσα (μέσω κρατικοποιήσεων) ή έμμεσα (μέσω έντονου κρατικού παρεμβατισμού) το κράτος.
    --> Μα δεν μπορούμε παρά να θυμόμαστε ότι η οικονομική πραγματικότητα δεν είναι μια άμορφη μάζα που τροποποιείται ανάλογα με τις διαθέσεις μας. Η οικονομία ακολουθεί νόμους και τάσεις που ελάχιστα ενδιαφέρονται για τη δική μας ηθική, την αίσθηση της δικαιοσύνης ή τις επιθυμίες μας. Δεν αρκεί ο κρατικός (και μέσω αυτού ο λαϊκός) έλεγχος για να κινήσεις την οικονομία όπου σου αρέσει. Σύντομα θα σκοντάψεις στο βασικό μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης που είναι η επίτευξη κέρδους:
    α) Στις ιδιωτικές επιχειρήσεις, η υψηλή φορολογία δεν εξασφαλίζει μόνο μεγαλύτερα κρατικα έσοδα, αλλά και μεγαλύτερο περιορισμό στα επιχειρηματικά κέρδη. Όταν, όμως, αυτά μειωθούν σε τέτοιο βαθμό που καθίσταται για τον επιχειρηματία οικονομικά ασύμφορη η παραγωγική δραστηριότητα, τότε θα διακοσμήσει την επιχείρησή του με ένα μεγάλο λουκέτο. Σε εκείνο το σημείο, η συνέχιση της παργωγικής διαδικασίας μπορεί να εξασφαλιστεί είτε με την μείωση της φορολογίας του είτε με την κρατικοποίηση και των δικών του επιχειρήσεων.
    β)Στις κρατικές επιχειρήσεις, την επόμενη μέρα θα τεθεί επιτακτικά το ζήτημα ποιος θα είναι ο κινητήριος μοχλός των κρατικών επενδύσεων: θα είναι η ικανοποίηση των αναγκών του λαού ή θα είναι η εξαγωγή στο εξωτερικό για την επίτευξη κέρδους; θα μένουν άνθρωποι άνεργοι όταν γίνει αναγκαία η μείωση του κόστους παραγωγής για την επίτευξη καλύτερου εμπορικού ισοζυγίου; θα περιοριστεί και πάλι η παραγωγή, όταν οι εξωτερικές αγορές δεν θα μπορούν να εξασφαλίσουντην απορρόφηση των εγχώριων προϊόντων;

    Με όλα αυτά προσπαθώ να σου δείξω ότι δεν είναι ο φετιχισμός ενός κολλημένου κομμουνιστή που έχει μάθει να ερμηνεύει τα πάντα με το δίπολο καπιταλισμός - σοσιαλισμός που θέτει το ζήτημα της ταυτότητας των σχέσεων παραγωγής. Το ζήτημα αυτό το θέτει η ίδια η πραγματικότητα. Και να είσαι σίγουρος ότι, όσο και αν θέλεις να το αποφύγεις, θα σου χτυπήσει την πόρτα νωρίτερα απ' ό,τι φαντάζεσαι...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα
Από το Blogger.

Θεματικές:

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________