Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Το φαινόμενο της… νομιμότητας, τότε και σήμερα.

του Δημήτρη Μανωλίδη

Πολύς λόγος γίνεται τελευταία για τη νομιμότητα και την κατάλυσή της. Μάλιστα πολλοί ανιχνεύουν στη «διαχρονική» (όπως τη χαρακτηρίζουν) μερική κατάλυση της νομιμότητας από μεριάς των Ελλήνων τους λόγους για τη σημερινή πολυδιάστατη κρίση. Ίσως εν μέρει δεν έχουν άδικο.

Ο νόμος είναι κάτι απαραίτητο για τη λειτουργία της κοινωνίας. Πρόκειται για εκείνο τον κανόνα που ρυθμίζει κι οριοθετεί τη συμπεριφορά των ανθρώπων με τέτοιο τρόπο ώστε να καθίσταται δυνατή η ανθρώπινη συνύπαρξη και συμβίωση. Δίχως τέτοιους κανόνες η ανθρώπινη κοινωνία όχι μόνο δεν θα είχε παράξει τον πολιτισμό και την πρόοδο που συναντάμε σήμερα αλλά ίσως δεν θα είχε επιβιώσει καν.

Από αυτά συνάγεται ότι η ύπαρξη και βεβαίως η τήρηση των τιθέμενων νόμων είναι πολύ σημαντικό πράγμα για μια κοινωνία, κι αφ’ ής στιγμής η Ελληνική κοινωνία αγνοούσε πληθώρα υπαρχόντων νόμων, τότε σαφώς υπάρχει πρόβλημα. (Η αναζήτηση των ιστορικών αιτιών που προκάλεσαν αυτό το φαινόμενο είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, για το οποίο όμως θα ασχοληθούμε διεξοδικά σε επόμενο άρθρο. Πάντως για όποιον ενδιαφέρεται του συνιστώ ανεπιφύλακτα να διαβάσει το δοκίμιο του Π.Κονδύλη «Οι αιτίες παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»). Είχε λοιπόν αναπτυχθεί μια τέτοια σχέση ανάμεσα στους πολίτες και στο κράτος (το οποίο αποτελεί το φύλακα, το «μπαμπούλα» των νόμων), η οποία επέτρεπε τη μερική ανομία. Μάλιστα το μέγεθος της ανομίας και της ανοχής της απ’ το κράτος ήταν ανάλογο με την κοινωνική-οικονομική θέση του παρανομούντος. Η ανομία αυτή είχε ταξικά χαρακτηριστικά. Πιο συγκεκριμένα όσο πιο εύπορος ήταν κάποιος τόσο πιο εύκολα κι ατιμώρητα παρανομούσε (το ρητό "στην Ελλάδα όποιος κλέψει 10.000 ευρώ πάει φυλακή και όποιος 1.000.000 ευρώ είναι μάγκας" μόνο τυχαίο κι άστοχο δεν είναι). Βεβαίως στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονταν άτομα και ομάδες που ίσως με μια δόση υπερβολής είτε ήταν υπεράνω του νόμου είτε «νομοθετούσαν» οι ίδιοι. Μέχρις εδώ σύμφωνοι.

Το ζήτημα της νομιμότητας έχει μπει για τα καλά στο προσκήνιο στο πλαίσιο της αναζήτησης των αιτιών της κατάστασης στην οποία έχουμε περιέλθει. Παράλληλα όμως (και… «τεμνόμενα») τίθεται από διάφορους κύκλους ζήτημα νομιμότητας και όσον αφορά την επιβολή της μνημονιακής πολιτικής. Συνδέουν δηλαδή τη μερική ανομία του χθες με τη σημερινή άρνηση μεγάλου μέρους της Ελληνικής κοινωνίας να αποδεχθεί και να εφαρμόσει τα «μνημονιακής καταγωγής» νομοθετήματα. Από το νόμο στην παιδεία μέχρι τα χαράτσια και την εφεδρεία. Όλα αυτά με βάση μια πραγματιστική (τι ωραία λέξη!) κατά τη γνώμη τους λογική: αφού η ανομία/παρανομία μας έφερε εδώ, κι αφού εξακολουθούμε να παρανομούμε, θα μείνουμε για πάντα στο βούρκο. Περισσότερο μηδενιστική όμως είναι παρά πραγματιστική. Ο παραπάνω συλλογισμός εκτός από το γεγονός ότι υπεραπλουστεύει τις αιτίες της περιβόητης κρίσης, αγνοεί τα εξής ζητήματα (που θυμίζουν τα στοιχειώδη συντακτικά στοιχεία: Υποκείμενο-Ρήμα-Αντικείμενο):
1)Απέναντι σε τι νόμους υποτίθεται ότι παρανομούσαμε διαχρονικά και απέναντι σε τι νόμους παρανομούμε τώρα (εξέταση του Αντικειμένου).
2)Ποιοι είναι αυτοί που παρανομούσαν τότε, ποιοι είναι αυτοί που παρανομούν τώρα (εξέταση του Υποκειμένου).
3)Γιατί αντιδρούν/παρανομούν (εξέταση του Ρήματος/της Ενέργειας).


Ο Νόμος που
πρέπει να σεβόμαστε και που δίχως αυτόν αποσυντίθεται η κοινωνία, για τον οποίον και γίνεται λόγος στη δεύτερη παράγραφο παραμένει μόνο στη θεωρία. Στην πράξη αυτός ο νόμος όμως δεν είναι κάτι το αόριστο κι αφηρημένο, μια απλή ιδιότητα. Είναι οι τυποποιημένοι κανόνες δικαίου που παράγει η Πολιτεία κι εν γένει η κοινωνία το συγκεκριμένο απ' το οποίο προκύπτει αυτή η ιδιότητα ως καθολικό κοινό και αναγκαίο στοιχείο. Αυτοί πέρα από τη γενική θέση ότι απηχούν στις παρούσες και υφιστάμενες κοινωνικές σχέσεις και ανισότητες κι ότι έτσι, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο, τις διαιωνίζουν (έμμεση επίδραση), έχουν ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, που κατά περίπτωση κρίνεται απ' τον κόσμο ως καλό ή κακό (άμεση επίδραση). Εν προκειμένω οι νόμοι αυτοί εξετάζονται ως προς το δεύτερο σκέλος, την άμεση επίδρασή τους στην κοινωνία που καλείται να τους εφαρμόσει.

Εν προκειμένω λοιπόν το περιεχόμενό τους (ή για την ακρίβεια μέρος του περιεχομένου τους) κρίνεται κάτι παραπάνω από αρνητικό από ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας. Τέτοιοι νόμοι που μειώνουν (και ουσιαστικά εξαλείφουν) τη δωρεάν παιδεία και την υγεία, τις στοιχειώδεις παροχές και που φορολογούν μέχρι και τον αέρα που αναπνέουμε δεν είναι αποδεχτοί όχι μόνο γιατί βλάπτουν εμένα σε ατομικό επίπεδο, είναι επικίνδυνοι γιατί βλάπτουν άμεσα κι έμμεσα την κοινωνία ολόκληρη, τόσο τη συνοχή όσο και την ακεραιότητά της. Έτσι, όπως είναι λογικό κι όπως κάνει καθείς που σέβεται τον εαυτό του (αυτό που αποκαλούμε αξιοπρέπεια) κι ενδιαφέρεται για τους γύρω του (αυτό που λέμε αλληλεγγύη), ο κόσμος αντιδράει. Βεβαίως μην τα αγιοποιούμε όλα: πολλοί είναι εκείνοι που αντιμάχονται τα νομοθετήματα που προσβάλλουν μόνο τους ίδιους και τα συμφέροντά τους. Βασικότατος λόγος που οι νόμοι γίνονται αποδεκτοί σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι ο δίκαιος (ή έστω δικαιοφανής) χαρακτήρας τους. Η νομοθετική κοινωνική αδικία των μνημονιακών νόμων δικαιολογεί λοιπόν τη σημερινή μερική παρανομία, σε αντίθεση με τη "διαχρονική παρανομία του Έλληνα" η οποία δεν είχε να κάνει με τέτοιες καταστάσεις, εκτός αν εντάξουμε σε αυτήν και την άρνηση υπακοής στις κατοχικές κυβερνήσεις ή στη Χούντα .

Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος είναι σημαντικό και το ποιοι είναι αυτοί που δεν αποδέχονται τους νόμους σήμερα. Πρόκειται κατ’ αρχήν για την πλειοψηφία (ποσοτικό κριτήριο).  Σημαντικό όμως είναι ότι σε αυτήν περιλαμβάνεται και η μέχρι πρότινος μεσαία τάξη, η τάξη που αντιμετωπίζεται ως εκείνη των «νοικοκυραίων» (Τα άλλα κοινωνικό-οικονομικά στρώματα για διαφορετικούς λόγους φαίνονταν πιο «επιρρεπή» στην παρανομία και πιο συγκεκριμένα στην εξυπηρέτηση των φορολογικών τους υποχρεώσεων). Η τάξη αυτή δίχως υπερβολή συνθλίβεται κι έτσι από εκεί που αποτελούσε τη μόνη συνεπή (και πάλι όχι σε απόλυτο βαθμό) τάξη ως προς τις υποχρεώσεις της απέναντι στο κράτος βρίσκεται να πρωτοστατεί στην άρνηση αποδοχής της μνημονιακής πολιτικής (ποιοτικό κριτήριο). Αυτή η ενδεικτική, ποσοτική και ποιοτική, μεταβολή των πραγμάτων αποδεικνύει πως πρόκειται για διαφορετικούς καιρούς, διαφορετικά διακυβεύματα και διαφορετική «παρανομία».

 Ως προς το τρίτο σκέλος. Σημαντικό είναι και το γιατί υπάρχει αυτή η γενικευμένη μη αποδοχή των εν λόγω νομοθετημάτων, κάτι για το οποίο έμμεσα γίνεται λόγος σε όλο το κείμενο. Ουσιαστικά το τρίτο σκέλος ταυτίζεται εν μέρει με το πρώτο. Η ίδια η φύση των νόμων αυτών, το ίδιο τους το περιεχόμενο απαντά (και πάλι: εν μέρει) στο γιατί δεν γίνονται αποδεκτοί. Αναζήτηση της απάντησης στη «νοοτροπία του νεοέλληνα» και στην «έλλειψη παιδείας» είναι εν προκειμένω (από) πρόχειρη (έως) και εκτός τόπου και χρόνου. Θέλει και ρώτημα γιατί δεν αποδέχεται στη μεγάλη της πλειοψηφία η ελληνική κοινωνία μια πολιτική εξαθλίωσής της, στην επιτυχία της οποίας δεν πιστεύει κανένας; Μια πολιτική με βάση σκληρά νεοφιλελεύθερα δόγματα που έχουν εφαρμοσθεί κι έχουν αποτύχει οικτρά (τουλάχιστον ως προς τους επίσημους στόχους τους). Δόγματα που έχουν διαλύσει οικονομίες ολόκληρες κι έχουν εξαθλιώσει λαούς. Το γιατί μπορεί να απαντηθεί από την επίκληση του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης κι επιβίωσης μέχρι την επίκληση της στοιχειώδους λογικής και των απλών μαθηματικών (αν άραγε φαινόταν να αποδίδει αυτή η άθλια πολιτική δεν θα ήταν διαφορετική η υποδοχή της από το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας και σαφώς ευκολότερη η εφαρμογή της;).

Εκτός όμως από τη διαφαινόμενη αποτυχία της πολιτικής που υπηρετούν οι νόμοι αυτοί τίθεται και το ζήτημα της δικαιοπολιτικής τους φύσης. Για την ακρίβεια τα περισσότερα εκ των νομοθετημάτων αυτών καταλύουν κάθε ίχνος κοινωνικής δικαιοσύνης που υπήρχε στην ελληνική κοινωνία. Την ίδια στιγμή που ο μέσος πολίτης δίνει απ΄το υστέρημά του για να αποπληρώσει τα χαράτσια, τους άμεσους και τους έμμεσους φόρους, που ζει μέσα στην ανασφάλεια καθώς βλέπει να μην υφίσταται πλέον δωρεάν υγεία και παιδεία και γενικότερα κοινωνικό κράτος, οι τράπεζες παίρνουν τεράστια ποσά για την "επανακεφαλαιοποίησή" τους (κι άλλη ωραία λέξη!), οι εφοπλιστές και οι βιομήχανοι βγάζουν κι αυγατίζουν τα κεφάλαιά τους και η πραγματική φορολόγησή τους είναι μηδαμινή. Ουδέν λοιπόν αίσθημα δικαίου εμπνέουν οι νόμοι αυτοί.

Πέρα βέβαια από το γενικό περί δικαίου αίσθημα, οι μνημονιακοί νόμοι (βλ. εδώ, εδώ κι εδώ) και φυσικά και το ίδιο το μνημόνιο (βλ. και εδώ) αντιβαίνουν και στο ίδιο το Σύνταγμα αλλά και στη διεθνή έννομη τάξη. Με αλλα λόγια καταλύουν εν γένει την έννομη τάξη που οι ίδιοι είχαν στήσει για την εξυπηρέτηση πρώτιστα των δικών τους αναγκών. Επομένως δεν έχουν ούτε καν τυπικά ερείσματα (ούτε βέβαια και δικαιοπολιτικά). 

Τέλος είναι και το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο. Γιατί τυπικά είναι αξιοσέβαστοι οι νόμοι; Μα γιατί συντίθενται και ψηφίζονται απ' την πλειοψηφία των εκλεγμένων αντιπροσώπων του ελληνικού λαού. Και κάπου εδώ τίθεται το ζήτημα της πολιτικής κρίσης που βιώνουμε και πιο συγκεκριμένα της κρίσης αντιπροσώπευσης. Λίγοι θα σεβαστούν έναν (επαχθή) νόμο που ψηφίζεται από μια κοινοβουλευτική ομάδα η οποία εξελέγη με εκ διαμέτρου αντίθετα προτάγματα από τα μετέπειτα πεπραγμένα της, και μάλιστα σε εκλογές με αποχή 40%. Επίσης τίθεται και θέμα δημοκρατίας, ανεξαρτησίας κι αξιοπρέπειας. Απ' το έλασσον που είναι η εσωκομματική δημοκρατία όταν τέτοια νομοθετήματα ψηφίζονται υπό τη δαμόκλειο σπάθη της διαγραφής από το κόμμα μέχρι το μείζον που είναι οι απειλές περι μη εκταμίευσης (της πεσυμφωνημένης να δοθεί) δόσης και λοιποί εκβιασμοί, τις παρεμβάσεις ξένων κι άσχετων θεσμικά υποκειμένων στην χάραξη της ελληνικής πολιτικής, την ανικανότητα (και κατ' άλλους την απροθυμία ) του πολιτικού μας προσωπικού να χειριστεί την κατάσταση. Όλα αυτά έχουν μειώσει στο ελάχιστο την εμπιστοσύνη και την υπομονή του ελληνικού λαού απέναντι στη νομοθετική (και βέβαια και στην εκτελεστική) λειτουργία του κράτους. Επομένως σταδιακά χάνεται το θεμέλιο της νομιμότητας, που είναι η νομιμοποίηση του νομοπαραγωγικού υποκειμένου.

Όλα τα παραπάνω δικαιολογούν κατά τη γνώμη μου τη μερική ανομία που συναντάμε σήμερα απέναντι στους νόμους-παραφυάδες των μνημονίων. Δεν είναι ίδια η κατάσταση που βιώνουμε σήμερα με εκείνη των προηγούμενων δεκαετιών. Πρόκειται για μια έκτακτη πολιτικά κατάσταση οπου η κοινωνική ειρήνη και συνοχή αγγίζουν τα όριά τους.

7 σχόλια:

  1. Πρωτίστως να πω ότι δεν αναφέρονται οι πολιτικοί, οι οποίοι έχουν καταχραστεί τουλάχιστον εκατομμύρια. Θα 'πρεπε να μπουν και να σαπίσουν σε μπουντρούμια, διότι, πέρα απ' το αξίωμα τους, παρανόμησαν και με το παραπάνω. Αντ' αυτού όρισαν οι ίδιοι (!) επιτροπές για ν' αθωωθούν. Αλλά και πέρα απ τους πολιτικούς, γιατί δε μου αρέσει να φορτώνω ευθύνες, δεν παρκάρουν όπου θέλουν οι πολίτες; Επικρατεί ένα διαρκές μπάχαλο στους δρόμους και όχι μόνο. Τις προάλλες πήγα στην βιβλιοθήκη της σχολής μου και ενώ βάσει προγράμματος κλείνουν στις 6, στις 5 και είκοσι ήταν κλειστά. Κι όλα αυτά, δεν είναι αιτίς αποκλειστικά για την οικονομική κρίση, αλλά και την κοινωνική, γιατί έχουμε γίνει ζώα, ο νόμος, που πρέπει να συνδέεται με το φόβο, είναι αυτό που διαμορφώνει κοινωνίες. Αλλιώς είμαστε ζούγκλα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Ως λόγος της μερικής ανομίας-ανυπακοής απέναντι στους μνημονιακούς νόμους αναφέρονται στην προτελευταία παράγραφο οι πολιτικοί. Απο κει και έπειτα δεν αρνούμαι την ροπή προς παρανομία των προηγούμενων χρόνων, απλά τονίζω πως δεν είναι το ίδιο με τη σημερινή άρνηση εφαρμογής των μνημονιακών νόμων.

      Διαγραφή
  2. Όλη η προσπάθεια να δικαιολογηθεί η σημερινή παρανομία στηρίζεται στο έδαφος μιας επισφαλούς διάκρισης ανάμεσα α) στους νόμους που συντηρούν και ευνοούν την κοινωνική συμβίωση και β) στους νόμους που άμεσα ή έμμεσα στρέφονται κατά της κοινωνίας. Έτσι, η ανομία είναι φαινόμενο προβληματικό όταν στρέφεται εναντίον των θεμελιωδών νόμων της κοινωνίας, αλλά ποιοτικά διαφορετικό όταν στρέφεται εναντίον των "αντικοινωνικών" νόμων. Προκύπτουν όμως ορισμένα ερωτήματα:
    1) Αν υπάρχουν κανόνες που απλά και μόνο καθιστούν δυνατή την ανθρώπινη συμβίωση, ποιος μπορεί να ήθελε να τους παραβιάσει; Όσο η κοινωνία μας δεν γεννά ούτε "θεούς", ούτε "ζώα" (για να θυμηθούμε και τον Αριστοτέλη), που να μην την έχουν ανάγκη, γιατί κάποιος να θελήσει να την διαλύσει; Και μάλιστα οι "αυτοκαταστροφικές" αυτές τάσεις στους κόλπους της κοινωνίας να είναι τόσο έντονες ώστε να χρειαστεί αυτός ο κανόνας να περιβληθεί με την ισχύ ενός ολόκληρου κρατικού μηχανισμού που καλείται να τον εφαρμόσει;
    2) Πόσο σαφή είναι πράγματι τα όρια μεταξύ των "κοινωνικών" και των "αντικοινωνικών" νόμων; Ένας κανόνας που προστατεύει την κοινωνική συμβίωση θωρακίζει και αναπαράγει όλες τις ανισότητες και την εκμετάλλευση που γεννά μέσα της αυτή η συμβίωση. Και αντίστροφα, ο αγώνας ενάντια σε έναν αντιλαϊκό νόμο αναγκαία έρχεται αντιμέτωπος πολλές φορές και με κανόνες που διασφαλίζουν την κοινωνική ειρήνη. Πολύ περισσότερο, ένας νόμος που φαίνεται ότι έχει τεθεί προς το συμφέρον της πλειοψηφίας δεν είναι παρά το προσωπείο της εκμετάλλευσης, όταν λειτουργεί σε συνθήκες που αντικειμενικά ευνοούν τους λίγους.

    Ακόμα λοιπόν και ένας νόμος για την κυκλοφορία των αυτοκινήτων δεν είναι "αμερόληπτος", εφόσον ρυθμίζει με τους ίδιους όρους το παρκάρισμα και για τον πλούσιο που έχει ιδιωτικό χώρο στάθμευσης και για τον φτωχό που στοιβάζεται στους δρόμους με το φόβο ότι αν αργήσει θα τον απολύσει το αφεντικό του. Η ομαλή λειτουργία της βιβλιοθήκης δεν είναι παρά το επισφράγισμα της εκμετάλλευσης του υπαλλήλου της, όταν την περικοπή του μισθού του και την φορολογική του αφαίμαξη ακολουθεί η εντολή να συμπληρώσει και το ωράριο του απολυμένου συναδέλφου του.

    Η σημερινή "ανομία" όχι μόνο δεν ξεχωρίζει με αυτήν των προηγούμενων χρόνων, αλλά είναι το πιο γνήσιο θρέμμα της. Η άλλοτε συγκαλυμμένη εκμετάλλευση οδηγούσε στην παραβίαση φαινομενικά "ουδέτερων" νόμων από μικρές ομάδες της κοινωνίας. Όταν όμως οι οικονομικές συγκρούσεις οξύνθηκαν δραματικά (και με τη συνδρομή της προηγούμενης "ανομίας"), ο νόμος άρχισε σταδιακά να χάνει όλο και περισσότερο το χάρτινο προσωπείο του, με αποτέλεσμα η "ανομία" να μαζικοποιηθεί και να επεκταθεί και στους πιο κύριους τομείς της κοινωνικής συμβίωσης, δίνοντας την εντύπωση ότι πρόκειται για κάτι διαφορετικό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η διάκριση του κειμένου είναι διαφορετική. Κατ' αρχήν όλοι οι κανόνες/νόμοι τυπικά τίθενται για να διευκολύνουν κι εν τέλει να πραγματοποιήσουν με τη ρύθμισή τους τη συμβίωση. Ωστόσο άλλοι το πετυχαίνουν κι άλλοι όχι. Άλλοι δηλαδή "δένουν" την κοινωνία και άλλοι την αποσυνθέτουν, είτε γεννώντας στα μέλη της το αίσθημα της αδικίας (για το οποίο έκανε και λόγο ο Αριστοτέλης) είτε στρέφοντας απευθείας το έναν απέναντι στο άλλο. Ουσιαστικά αυτή η διάκριση θυμίζει τη μάχη ανάμεσα στις εκδοχές του καπιταλισμού, την κευνσιανή (που αντλεί τη συναίνεση των περισσοτέρων) και τη νεοφιλελεύθερη (που με προκλητικό τρόπο ευνοεί πολύ συγκεκριμένες τάξεις).
    Απ' την άλλη κάνω λόγο για το Νόμο (εξ' ού και το κεφαλαίο) ως κάτι αφ' ενός γενικό κι αφηρημένο κι αφ' ετέρου αναγκαίο, καθώς η ύπαρξή του είναι απαραίτητη για την κοινωνία. Αυτό το απαιτητέο στοιχείο για την κοινωνική συνοχή, αυτή η αναγκαιότητα για ρύθμιση, πληρώνεται, πραγματώνεται αν το προτιμάς, με τους κανόνες που οι ίδιοι ως κοινωνία θέτουμε. Όταν υπάρχει μια γενικευμένη αμφισβήτηση πολλών νόμων και δη των θεμελιωδέστερων (και μάλιστα όταν δεν είναι θεμελιωμένη σε κάποια άλλη κοσμοαντίληψη και ιδεολογία), τότε προφανώς αμφισβητείται και ο Νόμος σαν αναγκαιότητα, κάτι τέτοιο έμοιαζε να συμβαίνει σε πολλές περιπτώσεις στην ελληνική ιστορία.
    Όσον αφορά στο πρώτο ερώτημα. Γιατί μπορεί να θέλουμε να καταλύουμε νόμους θεμελιώδεις για τη συμβίωση (ας πούμε το Σύνταγμα); Εχω την εντύπωση πως λίγοι είναι εκείνοι που θέλουν μια γενικευμένη ανομία (όχι απλά παρανομία, αν με πιάνεις). Ο λόγος που πολλοί θέλουν να τους καταλύσουν είναι για να τους ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΗΣΟΥΝ με νόμους που πιθανώς θα ανταποκρίνονται σε διαφορετικές κοινωνικές σχέσεις και αντιλήψεις. Επομένως δεν νομίζω πως θέλουν κενό ώς προς τους θεμελιώδεις νόμους παρά ΝΕΟΥΣ θεμελιώδεις νόμους.
    Ως προς το δεύτερο ερώτημα. Επαναλαμβάνω και διασαφηνίζω: η διάκριση του κειμένου γίνεται ανάμεσα στη "διαχρονική ανυπακοή" σε νόμους και στην πολύ συγκεκριμένη ανυπακοή στους νόμους-παραφυάδες του μνημονίου και της πολιτικής που αυτό επιτάσσει. Έχουμε μια στοιχειώδη αντίληψη περί δικαίου ώστε να κατανοούμε ποιοι νόμοι είναι άδικοι και θα μπορούσαν να είναι διαφορετικοί. Για παράδειγμα η μείωση του αφορολόγητου ή η μείωση των ήδη χαμηλών συντάξεων ή η (σταδιακή) ιδιωτικοποίηση της παιδείας ή τα χαράτσια, προφανώς έχουν κατάφορα αλλά και άμεσα άδικο χαρακτήρα. Διαφορετικά αντιλαμβανόμαστε το άμεσο άδικο και διαφορετικά το έμμεσο άδικο όπως όταν διαιωνίζονται ανισότητες και άδικες οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Η άδικη φύση τους αντικειμενικά είναι ίδια, δεν τους διαχωρίζω ως προς αυτό. Τους διαχωρίζω όπως καταλαβαίνεις ως προς το πως τους αντιλαμβάνεται η κοινωνία (καθώς μάλιστα η αναπαραγωγή και η διαιώνιση των παρούσων κοινωνικών σχέσεων φαίνεται κάτι λογικό για την πλειοψηφία).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. 1) Η πρώτη σου απάντηση (με την οποία συμφωνώ απόλυτα) απογυμνώνει και με τον πιο παραστατικό τρόπο τον νόμο από το ρόλο του ως "ρυθμιστή της κοινωνικής συμβίωσης". Συγκεκριμένα:
    α) είτε ο νόμος προστατεύει γενικά την κοινωνική συμβίωση, άρα ελάχιστοι έως κανένας δεν έχουν συμφέρον να τον ανατρέψουν καθιστώντας όμως έτσι την ύπαρξη του κρατικού μηχανισμού άχρηστη. Πράγματι, ένας νόμος που δεν έχει την ανάγκη της υλικής επιβολής του αυτοαναιρείται στον σκληρό πυρήνα της ουσίας του, εφόσον αυτό που τον διαφοροποιεί από άλλους κοινωνικούς κανόνες (π.χ. ηθικούς, εθιμικούς) είναι ακριβώς το στοιχείο του εξαναγκασμού.
    β) είτε ο νόμος δεν προστατεύει την ύπαρξη της κοινωνίας γενικά, αλλά την ύπαρξη της συγκεκριμένης κοινωνίας με τις συγκεκριμένες κοινωνικές σχέσεις και ανισότητες, με αποτέλεσμα να υπάρχουν πάντα κάποιοι που τείνουν προς την παραβίαση (και αντικατάστασή)του, ώστε να είναι και απαραίτητος ο εξοπλισμός του με την υλική δύναμη επιβολής. Ένας τέτοιος νόμος όμως όχι μόνο δεν "δένει" την κοινωνία, αλλά αντίθετα είναι η μεγαλύτερη απόδειξη των συγκρούσεων που επιβιώνουν στους κόλπους της. Η κοινωνική συνοχή δεν είναι τίποτα άλλο από την κοινωνική υποταγή της μίας κοινωνικής ομάδας στην άλλη.
    2) Εφόσον αποδέχεσαι ότι οι νόμοι δεν διακρίνονται ως προς την άδικη φύση τους, αλλά μόνο στον τρόπο με τον οποίο αυτή γίνεται αισθητή από την πλειονότητα της κοινωνίας, τότε προκύπτει ότι η σημερινή ανομία ελάχιστα διαφέρει ως προς την ουσία της με την χθεσινή ανομία. Την ίδια άδικη φύση στόχευαν που απλά τότε εκδηλωνόταν πιο συγκαλυμμένα ενώ τώρα πιο ωμά. Το επισημαίνω, επειδή έχει σημασία σχετικά με την αξιολόγηση της τότε ανομίας και της σημερινής: αν στην ουσία αποτελούν το ίδιο φαινόμενο, τότε δεν μπορούμε να επιδοκιμάζουμε τη σημερινή και να κατακρίνουμε την "διαχρονική".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. και για να το εντάξω στη διάκριση που κάνεις μεταξύ νόμου και Νόμου (και sorry για το συνεχόμενο posting), αυτό που λέω είναι το εξής:
    α) αν ο Νόμος σε μία συγκεκριμένη κοινωνία πραγματώνεται με νόμους που έχουν ανάγκη από ένα ολόκληρο σύστημα κρατικής επιβολής τους, τότε απέχουν πολύ από το να είναι μια απλή ρύθμιση. Είναι μία συγκεκριμένη ρύθμιση που πρέπει να επιβληθεί σε όσους πιθανόν θα είχαν συμφέρον να την αντικαταστήσουν με μία άλλη ρύθμιση. Έτσι, όμως, και ο Νόμος σε μια τέτοια κοινωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί χωρίς τη διαιώνιση της κυριαρχίας της μίας κοινωνικής ομάδας πάνω στην άλλη.
    β) αν ο Νόμος σε μία κοινωνία πραγματώνεται με νόμους που εξυπηρετούν απλά και μόνο την κοινωνική συμβίωση, δεν έχουν ανάγκη οργανωμένης κοινωνικής επιβολής τους. Αλλά οι νόμοι αυτοί δεν θα είναι κατ' ουσίαν νόμοι γιατί θα έχουν χάσει την ειδοποιό διαφορά τους από όλους τους υπόλοιπους κοινωνικούς κανόνες, τον υλικό εξαναγκασμό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Όσον αφορά στο πρώτο, γιατι τα διαχωρίζεις; Και βέβαια ο νόμος προστατεύει την κοινωνική συμβίωση: ο τρόπος με τον οποίον το κάνει είναι η επιταγή ενός σχετικού συμβιβασμού ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας ("να τα βρούμε βρε αδερφέ για να τα βγάλουμε πέρα"). Τώρα το περιεχόμενο αυτού του συμβιβασμού, ο τρόπος δηλαδή που συμβιώνει η κοινωνία, είναι το κοινωνικό σύστημα (που απαρτίζεται απ' τις υπάρχουσες κοινωνικές σχέσεις). Όσο άδικος κι αν είναι για πολλά κοινωνικά μέλη αυτός ο "συμβιβασμός", δεν παύει να συντηρεί την κοινωνία και να συγκρατεί τις διάφορες εσωτερικές της τάσεις να μην συγκρούονται (τουλάχιστον ανοιχτά). Επομένως σαφέστατα ο χ νόμος προστατεύει την κοινωνική συμβίωση υπό τη μορφή που αυτή έχει τη χ χρονική στιγμή, στη χ κοινωνία (κοινωνικό σύστημα). Οι λόγοι που οδηγούν στην κρατική (και όχι μόνο) επιβολή των νόμων δεν νομίζω να είναι μονοσήμαντοι και μοναδικοί, αλλά δεν θα θελα να επεκταθώ ως προς αυτού (θα ήταν πάντως εξαιρετικό θέμα για επόμενο άρθρο).

    Ως προς το δεύτερο, διαχωρίζω τους νόμους σε εκείνους που είναι άμεσα άδικοι (βλ. νόμοι του μνημονίου) και σε εκείνους που είναι έμμεσα άδικοι (βλ. το Σύνταγμα επειδή προστατεύει και διαιωνίζει τις παρούσες κοινωνικές και οικονομικές σχέσεις). Άμεσα και έμμεσα ως προς το κατά πόσο αντιλαμβάνεται η κοινωνική πλειοψηφία τον άδικο χαρακτήρα τους. Βεβαίως υπάρχουν και δίκαιοι νόμοι και βεβαίως μπορούν να υπάρξουν και άλλες διακρίσεις. Το θέμα είναι πως η "διαχρονική παρανομία" δεν νομίζω να αντλείται ούτε από τα στοιχεία που αιτιολογούν τη σημερινή (τα οποία και απαριθμώνται στο κείμενο) ούτε από το αίσθημα αδικίας που αφήνουν όσοι νόμοι ΦΑΙΝΟΝΤΑΝ άδικοι. Θα σου πρότεινα ανεπιφύλακτα να εξετάσεις το δοκίμιο του Κονδύλη που προτείνω κάπου στα μισά του κειμένου απ' όπου προκύπτουν κάποια συμπεράσματα για το φαινόμενο της "διαχρονικής παρανομίας του νεοέλληνα".

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Θα μεταφερθείτε στη νέα σελίδα σε

Δευτερόλεπτα
Από το Blogger.

Θεματικές:

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________

___________________